29 Ιανουαρίου 2016

ΔΕΜΕΝΟ ΦΩΣ


Ήρθες ως ίσκιος, είναι ότι απέμεινε
Μόνο της καρδιάς κάποιοι κτύποι
ακόμη ηχούν.
Δώσε μου ότι πονάς, ότι ακούει το άγγιγμα μου.

Βλέπεις του φθινοπώρου, κάθε χλωμό
κάθε κίτρινο φύλλο
Δεμένο φως είναι τα πλούτη σου.
Ήρθες ως ίσκιος κι αποχώρισες
κίτρινο φύλλο του κορμιού μου.


kostis nil - Σεπτέμβρης, δεμένο φως 2006

22 Ιανουαρίου 2016

ΖΙΚΟ


Ένα σκυλί που το λέγανε Ζίκο
ήταν τόσο σπάνιο, μοναδικό, δεν
είχε ανάγκη, να πάρει όνομα ξακουστό.

Γιατί σε ονόμασαν Ζίκο; το ρώτησα
μια μέρα.
Γιατί σε λένε Ζίκο;

Μα εκείνο, ποτέ δεν απάντησε
Προτιμούσε να κάνει στροφές
Άπειρες πιρουέτες σε δευτερόλεπτα
Και στον αέρα βουτούσε και χαπ, κατάπινε
Κόκκαλα, μύγες, λουκάνικα.

Μα τι σκύλος είσαι, να τρως και μύγες!

Είμαι τόσο σοβαρό σκυλί και δεν τρώω
μύγες, μου είπε
Έχω παιδικά μάτια κι είμαι μικρόσωμος
Μ’ αγαπάνε αφόρητα, ο Παναγιώτης
κι η Γωγώ, κι όχι μόνο

Για κοίταμε, για κοίταμε, να κάνω
μια στροφή, μια στροφή σημαίνει χίλιες
Είμαι μια σβούρα
Έτσι γυρνώ τον κόσμο και την αυλή
Έτσι ξεφεύγω, της μαύρης Σάρας.

Μα ποια είναι η μαύρη Σάρα, δεν θα σας
πω, ποτέ!

Όταν ξημερώνει, δεν είναι πάντα ωραία
Ακόμα κι αν γυρνάνε τα παιδιά
που δουλεύουν νύχτα, σκληρή βάρδια, στο λιμάνι
Γυρνάνε κι άλλα μαύρα σκυλιά
Που δεν μοιάζουν, στη μαύρη Σάρα
Γυρνάνε κι αλυχτάνε
Δεν τα πιάνει κρύος ιδρώτας κι είναι ικανά

Μα Ζίκο! το ξέρω μόνο εγώ,
εσύ
είσαι το ξακουστό σκυλί της Σαλαμίνας!

Γύρευες, τι γύρευες; τα ξημερώματα
Ξεπόρτισες πάντως, μ’ άπειρη ταχύτητα
Μ’ εκείνη τη σβούρα που εσύ μόνο
Πήγες κουνώντας την ουρά, ειρηνικά
Συστήθηκες στην αγέλη, στα μαύρα κακά σκυλιά

Είναι η γειτονιά μας εδώ, είπαν εκείνα
Με μαύρο μάτι, μέσα στα μαύρα ξημερώματα
Έχουμε από ψες που τυραννιόμαστε, γύρω
από βρώμικα σκουπίδια
Είχαμε έτσι κι αλλιώς, μια μαύρη νύχτα

Ένας ηλεκτρονικός ήχος, με ένταση
Παράξενο, μεσ’ στη σιγαλιά του πρωινού
Όταν ξημερώνει, δεν είναι πάντα ωραία
Αυτό πρόλαβε με να γαβ, να πει ο Ζίκο

Η ηλεκτρονική κιθάρα, τώρα άναψε
Κόλλησαν τα γκάζια και τα μυαλά της γειτονιάς
Στη νεκρική σιγή, στη θέα, που τρώει το συκώτι
Όταν ξημερώνει δεν είναι πάντα ωραία
Κι ένας ήλιος εμφανίστηκε κι αυτός
χλωμός και λυπημένος

Ω! ας αφήσουμε τ’ άσχημα πίσω μας
είπε το πρωινό, που ξημέρωνε
Μα και τ’ αεράκι θέλοντας να σπάσει τον πάγο
Κάτι ψιθύρισε, κι όπως εκείνο μετέφρασε

Ακούστε, τ’ άγρια ζώα, τα μαύρα σκυλιά
τ’ άσπρα σκυλιά, αιώνες
μα και τα μικρά σκυλιά, όπως κι ο Ζίκο
έχουν κάτι δόντια
Τα δείχνουν φανερά και καμαρώνουν.

Kostis nil – Γενάρης 2016

17 Ιανουαρίου 2016

Ο Άγνωστος Προφήτης


Με τον άγιο φραπέ στο χέρι

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ αποκοιμήθηκε
Όπως κάθε βράδυ
Σ’ ένα παλιό λεωφορείο του Κτελ Θηβών
Είδε όνειρο, να περπατά μια πάνω στο χιόνι
Μα οι λαμαρίνες έμπαζαν κρύο αέρα
Είχαν ένα ήχο που μελάνιασε τις φλέβες
Κι από πάνω, με μια κραυγή κάργιες 
Παρέα με μαυροπούλια χοροπηδούσαν ασύστολα

Πού είσαι άγνωστε προφήτη, ούρλιαζαν
Φέρε μας λίγο απ' τον άγιο φραπέ
Δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο στο αίμα σου
Κι αν δε μας ξέρεις, μάθε
Είμαστε τ' άγρια τύμπανα του μαύρους δάσους
Κάνουμε σύσταση, γιατί είσαι φίλος μας
Φέρε μας να πιούμε τον άγιο φραπέ σου
Και δε θα μαρτυρήσουμε ποτέ τα βάσανα σου

Για λίγο οι σκοτεινές γραμμές, Λιοσίων 
Αχαρνών 
Φωτίστηκαν από κάποια παράξενα φλας 
μιας νεοσύστατης αστυνομίας
Τα Σκοτεινά τύμπανα του μαύρου δάσους 
τίναξαν τα φτερά τους
Πριν εξαφανιστούν άφησαν το αποτύπωμα τους
Πρόλαβαν και τα ζωγράφισαν με χάρη 
Μια ομάδα νεαρά παιδιά των Γκράφιτι

Μα ποια είναι αυτά τα νεαρά παιδιά 
ποιος θα μας πει 
Μου είπαν πάντως πως αυτά συνάντησαν
τον άγνωστο προφήτη
Ευχάριστα ήπιαν μαζί του, λίγο από τον άγιο φραπέ
γιατί ήταν μοναδικά
Εκείνα κυνήγησαν τα μαυροπούλια και τις κάργιες

Μα ο άγιος φραπέ ποτέ δε μας συστήθηκε
Ούτε εκείνα τα παιδιά που τρέχουν
Δεν μας είπαν ποτέ καλό ταξίδι
Ούτε καλό ταξίδι στα μαύρα χρώματα
Στα μαύρα πουλιά και στις κάργες του μαύρου δάσους
Στον άγνωστο προφήτη


Kostis nil - Ο Άγνωστος Προφήτης- Σεπτέμβρης 2000

7 Ιανουαρίου 2016

Xώρα μου Εσύ

* με χάρη, χαρισμένο στην κόρη μου Ελένη

Κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό
Μας καίει η χώρα μας, η χώρα μου
Μ’ απίστευτο, απίστευτο
Μια τέτοια μέρα, σημερινή, σήμερα κιόλας
Εσύ, ποίημα εσύ, να με χαράξεις.

Χαμήλωσα τα βλέφαρα
Στάζουν, δε στάζουν μάτια
Τα μάτια μου, τα μάτια τα δικά μου
Μα χώρα εσύ, άδολη, βασανισμένη
Χώρα μου!

Όσοι εντέλει,
Κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό
Και πάλι σελώνουν, ξεσελώνουν
τα σχέδια τους

Στο πηγεμό δεν τα κατάφερα
Στο γιαγερμό;

Σγουρό βασιλικό στα ξεραμένα χείλη
να τον μυρίσω,
Ν’ ανοίξεις αγάλι μάτι μου, μια στάλα
Ν’ ανοίξεις μιαν αγκάλη, Χώρα μου Εσύ.


Kostis nil - Γενάρης 2016

5 Ιανουαρίου 2016

ΕΚΛΑΜΠΡΟΤΑΤΟΙ

* χαρισμένο στο γιάνη

Κανείς δεν αποθάρρυνε κανένα, βλέποντας
βρώμικες ιστορίες
Ο ένας απουσίαζε απ’ τον άλλο με τρόπο
Τυφλό μάτι είχε κάθε αδερφός κι ένα χέρι
Ένας άλλος, ένα δάχτυλο, εκείνο που λένε μέσο
Ο δείχτης έδειχνε το άνεμο που κανείς δεν ήκουσε.

Τάχυνε το πρωί με πολύ δροσιά
Κι η νύχτα 
Πέρασε επαναληπτικό χειρουργείο


Όλοι εσείς σιγείν, βλέποντας βρομιές
Όλοι εμείς, που κανείς δε μας συζητούσε
Να ανοίξτε απόψε στο δελτίο, εκεί θα μας δείτε
Η παρουσιάστρια μεταδίδει εικόνες κάτω απ’ τη γη

Τι ψωμί! τι τυρί! στα ποντίκια 
προπαντός μη μεθύσετε!

Οσάκις λοιπόν μια μέρα γέρος ψαχούλευε
σε κάδο με σκουπίδια
Είχε μονάχα παρέα το σκύλο του
Απαρίθμησε για την πόλη, τη γειτονιά
Τους φίλους του
Τον ακούω ακόμα Εκλαμπρότατοι,
Κάτι τέτοιο αν δεν απατώμαι έλεγε
Μιλώντας αδιαλείπτως για όλους εμάς

Μίλησε αν θυμάμαι 
Πρώτα για 'κείνον με το ’να μάτι
Εκλαμπρότατε του είπε βλέπεις;
Μίλησε έπειτα για τον άλλο με το ’να χέρι
κι εννόησε πως δεν βρήκε κουράγιο
Για 'κείνον με το να δάχτυλο, κάτι είπε
Γύρισε έπειτα στο σκύλο μασώντας λόγια
ακατονόμαστα
Ο σκύλος μισόκλεισε ελαφρώς τα μάτια
Αποκρούοντας τη φθισικιά ροχάλα του

Ξαναγύρισε στο κάδο
Παραμιλώντας αυστηρά στον εαυτό του
Αλήθεια εγώ τρελός πρέπει να ’μαι
Αλλά για μιας ξεχάστηκε κι επανήλθε με θυμό
Όλους θα σας κατονομάσω, όλους...

Ακούστε με, λοιπόν με προσοχή
Εκλαμπρότατοι!

Κάτι άκουσα μια φορά για ηθική
Μια άλλη φορά άκουσα κάτι για σημαία
Άκουσα και πάρα πολλά για 'κείνο το φαγητό
Κι αν κατάλαβα,
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Ή ως φαίνεται, βρήκα την επωδό των ονείρων μου
μέσα στον σκουπιδοτενεκέ

Τράβηξε έπειτα μια νάιλον σακούλα 
Είχε αποφάγια από μια πλούσια τυρόπιτα
Επιδεικνύοντάς την κοροϊδευτικά στο σκύλο του            
  
Περίλυπος κάθισε σε ξύλινο παγκάκι
Εκλαμπρότατοι, μουρμούρισε
Παλαιοί Βασιλιάδες κι όλοι εσείς 
Όλοι εσείς οι Τραπεζίτες
Κι οι άλλοι με τους Ηλεκτρονικούς στρατούς
Ακόμη, ακόμη κι Εσείς με τις εξουσίες
Των λαϊκών εκδηλώσεων
Όλοι σας, βάρβαρα έχετε στοιχηθεί
Απέναντι στην ασήμαντη μέρα μου




Kostis nil - Εκλαμπρότατοι - Φλεβάρης 2000