31 Μαρτίου 2016

Οδηγός στοιχείων Σώματος

Πάντα άξιον απορίας, το σώμα απόρησε
προσδιόρισε εαυτόν με φόβο 
ως σφικτοδεμένο φιογκάκι
μπρος από παρέλαση ανυποψίαστων γεγονότων.
                     *
Την πρώτη φορά θυμάμαι ότι έβρεχε
και στάθηκα μ’ ανοιχτή την παλάμη
το σύννεφο εκείνο είδε καλόπιστα
την ενότητα της ψυχής.
                *               
Τότε σαν στάλα γεγονότων
μιας παιδικής ψυχής γεμάτη φως.
Οι πρώτες σταγόνες
έγιναν χιτώνας, κέντημα ζωής
ήταν μια δροσερή μπόρα
με ήχους γλυκούς κι επιτακτικούς, μια μουσική.
                      *
Έτσι γεννήθηκε η πρώτη μουσική στο σώμα
που μετέπειτα γεμάτο φόβους περιπλανήθηκε.
                      *
Ώσπου μια μέρα εκείνο το σώμα
Να όπως βλέπεται το ώριμο στάχυ
να γέρνει τον καρπό του στο κάμπο.
Εκείνο το σώμα έγερνε συνεχώς το κεφάλι
ώσπου μέσα στην ερημιά, κοντά στο πουθενά
ήρθε η πρώτη βροντή, μετέπειτα επακολούθησε
ισχυρή καταιγίδα
Το σώμα χάθηκε σαν αστραπή κι ένα ρυάκι έμεινε ξοπίσω.
                       *
Θέλω να πιστεύω πως πότιζε εκείνη τη γη
που τόσα δεχόταν.
                       *
Είπαν πως ήταν το σώμα το δικό σου
που ’τρεχε δίχως φόβους, όπως τότε παιδάκι στάθηκες
κι άφοβα τα δάχτυλα σου μάζευαν
σταφύλια και σύκα της βροχής.


Kostis nil - Οδηγός στοιχείων - Άνοιξη 2002

22 Μαρτίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

*χαρισμένο στο, «Αλωνάκι της Ποίησης» blogspot.com

Σήμερον εφημερία ποιήσεως
στη διάθεση μου επείγοντα
βασανισμοί κι ολιγωρίες
Ατυχήματα λογής που οι σειρήνες μεταφέρουν

Κάντε στην μπάντα
ως ημέρα εφημερίας, φορεία ματωμένα
γάζες και μαλάξεις στη καρδιά
Ασύμπτωτες στιγμές διαφορετικών κυττάρων

Ο καθένας με πόνο
σήμερον εφημερία, με πόνο ψυχής
οι λέξεις λαβωμένες ελπίζουν περίθαλψης
Ελπίζουν ζωή με ημερομηνία λήξης

Ως φαίνεται όλα θα πεθάνουν
μονάχα οι λέξεις παίρνουν παράταση
σ’ αυτό η εφημερία της ποιήσεως στέκει 
φάρος
Που τη ζωή ελπίζει με λέξεις να παρατείνει



Kostis nil - Ημέρα ποιήσεως - Μάρτιος 2000

17 Μαρτίου 2016

Το Ταξίδι της ΓΣΕΕ

*Rodos Palace hotel
*καλό breakfast
*entrance/exit, ΠΑΜΕ 

Όλα του Μάρτη κρύα, κι ας ταξίδεψες, δραπέτευσες
Από ψηλά σαν σε κοιτάζει ο Ατάβυρος ατάραχος
Με μάτι μισό. Σκληρά
Έτσι κοιτάζουν τα βουνά σαν πρέπει να φοβηθείς
Κάτι μπορεί να ξέρει κι ο Ατάβυρος, κρατιέται στα ύψη
Ο μόνος, καιρός τον καιρό, να μαστιγώνεται
Με τους βοριάδες του Αιγαίου να πληγιάζουν τις πλάτες του
                       *
Από εκείνη την παρτίδα σκάκι που χρόνια παίζει πριν σκάσει
στα χέρια μας
Φαγώθηκαν οι στρατιώτες τσάμπα, σε άνυδρη μάχη
Μπλέχτηκαν σε παγίδες με υλικά ληγμένα, ώσπου ένα κουβάρι
Είχες κλειστά τα μάτια και τι έβλεπες, εσύ στην κορυφή
της χάρτινης ΓΣΕΕ, πως νόμιζες είναι ένας θρόνος, με τέτοιο θράσος
Έτσι τον έζησες, έτσι μασκάρεψες, έτσι βεβαιωμένο ψέμα
                       *
Με ληγμένα ένσημα, μου είπαν είναι δρόμος που καίγεσαι
Τι πιόνι!
είναι η θέση σου Εργάτη, δίχως σκεπάρνι στη σκακιέρα
Για σκέψου γιατί το άλογο κουτσό και Συ ξέπεζος από πίστη
Μπροστά σου έχεις εκείνους που λάθρα σημάδεψαν την ιστορία
Έλεγαν εδώ και ’κείθεν, ποιος είναι ο εχθρός, ποιος είναι
Χρόνια λιβάνιζαν, χαρχάλιζες λιβανιστήρι, ιδού οι πατέρες
ιδού το φαλιμέντο
Για δες τους, όπως εκείνοι οι μνηστήρες εναλλάσσονται, στο Rodos Palace
Σήμερα κιόλας. Στη σάλα του ξενοδοχείου η χορωδία, μπροστά σε πιάνο
χάλκινα τα κομπολόγια ξεκαρδίζονται
Λάθρα την ιστορία σημάδεψαν καπνίζοντας το πούρο τους
Δεν είναι μυστικό, δεν είναι μυστικό οι ίδιοι δεν το κρύβουν
τα ’χουν γραμμένα
                       *
Συνεπαρσά μια χούφτα
Κανείς τους δεν κοίταξε προς τον Ατάβυρο, ρωτήστε τους
Κανείς τους ποτέ με σεβασμό μιας ιστορίας
Σαν έπαιρνε ο καθένας μικρόφωνο για χρόνια τσάβιζε, τσάβιζε
Έτσι τραυλίζουν εν χορώ, σηκώνουν τη γροθιά τους αδιάφορα
κι έπειτα τους παίρνει το ποτάμι. Σαν κάτι
Σε κείνο το κατέβασμα, έρχεται μια γλώσσα που παρασέρνει
που ξέρει να νικά, προφέρει δε χαρίζει
Και τιμωρός στερώντας τους το ρω
                       *
Αλλά που μείναμε. Σε κείνη την παρτίδα από σκάκι, ολόθερμη
Ο ένας μετά τον άλλον παραδίδουν άσεμνα μετάλλια
Μια που στο κέντρο στέκει ακόμα βασίλισσα η εξουσία
Ιππότες μου γλυκά μου πρόσωπα μη με κοιτάτε, πικρόχολα
Και συ Ιππότη Mανταλάκια μέσα στο κάστρο, με πούρο σβηστό
μια φωτογραφία σας χρειάζομαι
Σαν μασκαράδες, έτσι στολίζονται λογής γραφειοκράτες, σαν φρούτα
πάντα τα φρούτα εποχής, έχουν τις μυρουδιές τους
                        *
Μα είμαι σκληρός μου είπε ο Ατάβυρος, είμαι ψηλά
Τα βλέπω όλα, εγώ, ποτέ δε συγχωρώ
Στη νέα παρτίδα, παίρνω χρόνο, μια κι έξω, για μια παρτίδα σκάκι
Να σας κερδίσω, όλους, είναι καιρός! είναι καιρός!


Kostis nil - όλα του Μάρτη κρύα - 2016

10 Μαρτίου 2016

ΘΥΡΑ ΕΠΤΑ (7)!

επέτειος 91 χρόνια, "αντιολυμπιακός" 

Τραγικό! θεραπεία ουκ, Ολυμπιακός!
*χαρισμένο στο Γιώργο Κεντρωτή

Στη κερκίδα επτά το τύμπανο καλεί
μέσα σε κηλίδες χρωμάτων, βιομάζας
Και πριν με το ζέσταμα
μια αδιάφορη μπάλα περιφέρεται
με κλωτσιές πάνω και κάτω

Με τύμπανο του καλού τυμπανιστή
με διάθεση αλλάζουν μπαλιές
με πόδι του καλού ποδιού
Οι ιαχές εξακολουθούν, βοούν
σείονται
κάνοντας ανεπανάληπτα ζιγκ ζαγκ
συνοδευόμενα από δεκάδες βλέμματα
Και πριν του τυμπάνου
ακούγεται η σάλπιγμα, κύματα να σμίγουν
άλογα δεκάδες να χλιμιντράνε

Η μπάλα μ’ ένα σφύριγμα
κολλάει στη σέντρα, στο κέντρο της γης
και ’κείνο με μια σιωπή συνωμοτεί
εξυψώνεται
Με κραυγές με τύμπανα, πάνω και κάτω
«μέχρι, έλα, έλα,  γαμώτο, γαμώτ…ο!»
και ξάφνου
το φαπ με μια κλωτσιά απογειώνει μες
στα δίχτυα
γκοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοολ!!!!!!!!!
Σαν καλού ψαρά τα δίχτυα γεύμα
Ααααααααααα, η θύρα επτά, η ρωμαϊκή
Ααααααααααααααα, συσπάσεις του
άγριου θηρίου που όλο βρυχάται

Μα δε θα αργήσει
η μπάλα, η σκύλα τώρα
στου ηττημένου το πόδι κολλάει
«μη βιάζεσαι, μη βιάζεσαι έλα απ’ αριστερά
δε βλέπεις γαμ…»
Την πατάει, με μια προσποίηση, πάνω εκεί
στον αέρα
πάνω απ’ το κέντρο της γης, που πετάει
στο κέντρο πάλι της γης, θα σκάσει
τη θρέψη διάδρομο ψάχνει, να σκάψει
να διαγράψει
Και πουφ, ουφ
ξεφουσκώνει πάνω απ’ τα δοκάρια
«γαμ… την ατυχία μου…».

Η σάλπιγγα γιορτάζει τη νίκη ρυθμικά
«η θύρα επτά, μια ζωή θα νικά…!»
σαν ένα ποτάμι τυρβώδες
λήξη, λήξη, λήξη…

Ξεχύνεται, οεοε! οεοε! οεοε! Οοοο! οεοε!
πλημυρίζει τα τρένα, ο Πειραιάς, πλημυρίζουν
γύρω τους δρόμους, δε θα χορτάσεις, δε θα χορτάσεις
Αραιώνουν, εκεί που πριν δεν έπεφτε κασκόλ
ξεφουσκώνει ένα κύμα, τρυπώνει στα γύρω στενά
φτωχικά σπιτικά, ψάχνει κάτι, ανοίγει και κλείνει
ασύμβατα, τις πταίει; ψυγείο!
σπάσε ένα δυο αυγά και βάλε τηγάνι
«γαμ… την πείνα μου…».

Κάτι ας πούμε γλυκόξινο, μελάτο αλλά, βάλε λίγο πιπέρι
κατ’ επίφαση, εβοσκήθηκε… με θλιμμένη όψη
Μέχρι να πέσει στην κλίνη
σβήσει ένα φως, από τη λάμψη της νίκης 
περάσει μια μέρα, έρθει μια άλλη
κερδίσει πρωτάθλημα, 
βρει εισιτήριο για μεροκάματο

Τανάπαλιν, Σύνδεσμος μια ζωή
περνοδιαβαίνουν τη θύρα επτά (7),
αγκαλιά, πωρωμένοι
Δαγκωμένοι απ’ τα κόκκινα κασκόλ τους

Τραγικό! θεραπεία ουκ, Ολυμπιακός!


kostis nil - Μάρτιος 2016


1 Μαρτίου 2016

Ο Ζωγράφος και το Βαρκάκι


Πρώτα μπουσούλισα πάνω στη γη
Πριν ταξιδέψω αγνάντευα από μακριά τη θάλασσα
Χάζευα πάντα μου, τα ξεροπόταμα
και συ με ακολουθούσες

Έμαθα πρώτα λέξεις πολλές
Μετά κάμποσες άγνωστες
Ήπια γάλα από την κατσίκα του Δία
ώσπου ακολούθησε Aμερικάνικη βοήθεια

Μια μέρα κλεισμένος σ’ ένα περίπτερο
διάβασα τον Hλίθιο του Ντοστογιέφσκι

Μα πριν απ’ όλα
Θυμάμαι ανθρώπους της γης να σπέρνουν
Μετά ανθρώπους να κλείνονται σε φάμπρικες
Και μέσα σ’ όλα γνώρισα γυναίκες
γυναίκα της ζωής μου σε είπα

Ώσπου μεγάλωσα αρκετά

Γνώρισα ακόμα φίλους, που με αποκαλούσαν φίλο
Ένας απ’ δαύτους - ζωγράφος - με έβαλε σ’ ένα βαρκάκι
Καλό ταξίδι στα όνειρα μου είπε
κι αποχωριστήκαμε.


Kostis nil -΄Ανοιξη 2007