30 Δεκεμβρίου 2019

Ασημένια βροχή


Ιδού το θρόισμα, μιας νύχτας
ψυχρά το κρύσταλλο της κόβει
μια άχρονη χιονοστιβάδα, στεγνά ματώνει
τα παιδικά τα όνειρα

σεμνά σιωπούν τ’ αστέρια
όλα συντρίβονται στους καταρράκτες
εικασίες που η ασημένια βροχή,
στιγμές σαν συλλογιέμαι
με μόνο κόπο, ψυχής, άφωνες λέξεις

λέξεις άφωνες ενός έρωτα
των ματιών ο λόγος αναπαράσταση
ο μύθος του κορμιού, το απόμακρο πλάνο
πνίγονται κατά μεσοί θαλάσσια πουλιά

κι επουράνια, περίφημη μεταμφίεση
κυριαρχεί το πλουμιστό, το φόρεμα
τα χείλη χροιά, τ' αθώο γέλιο
στάζουν, σπαράζουν, χαρίζοντάς μου

χαρίζοντας, έσχατο στίχο
μια αρμονία, σύνθεση, τυραννίδα
γιορτινά, όμοια, πύρινη καταιγίδα
αγάπης καιρός που μελωδοί

πιθανός ο κόσμος κρέμεται από φώτα
στροβιλίζουν, πούλια, αυγερινός
μια απαγωγή, η νύχτα προς το ξημέρωμα
η πούλια με τόσα δα μάτια, καρδιοχτυπά

δυσεύρετος μύθος, στολισμένος
τ’ όνομα σου, χαίρει
η ακριβή, ροδαλή, επιθυμία
καταμεσής, κάτω απ' την ασημένια βροχή
μιας αγάπης φιλί φλέγεται, λες από όνειρο.

Kostis nil – Ασημένια βροχή – Δεκέμβριος 2019


28 Δεκεμβρίου 2019

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

*στον Λιόφημο, Ποιητή χβασίλης

Αφήνουμε τα φτερά μας-
τα φτερά μας είναι πούπουλα:
σηκώνουν φως, σηκώνουν πόνο.
Κι ο πόνος είναι, πιο βαρύς, πάνω σε πούπουλο.
Μόνο ο ποιητής κι ο στίχος γνωρίζουν το βάρος.
Κι άλλοι κοιτούν τον ουρανό, χαζεύοντας
νομίζουν πως - το πούπουλο - το παίρνει μοναχά ο άνεμος.

kostis nil - Ο ΠΟΙΗΤΗΣ- Δεκέμβριος 2019

27 Δεκεμβρίου 2019

Έκλειψη


Δύο λόγια, μετέφεραν τα πουλιά
δύο κουαρτέτα που διαπλέουν
μικρά ξύλινα φτερά, έπεσαν στο νερό
μικρά κομμάτια ήχου
ανήσυχα πέταλα από ξερά τριαντάφυλλα
σκεπάζουν

κι ένας τόνος, ένα φιλί, τα χείλη σφράγισαν
λούζονται, σαν φίλησαν, πρωί, πρωί
ήπιαν και συνέφαγαν
συνέφαγαν και τραγούδησαν
μια ένδειξη που διαψεύδει, μια εκφορά

ο νεαρός ξυλοκόπος ξυπνά με ήχους
άφησε κι άλλα πουλιά να πετάξουν
χιλιάδες ιδεογράμματα καμάρωσε 
πυκνώνουν το σώμα, ταξιδεύουν με συνοδεία 

το παιγνίδι, υπό κάποια ορισμένη περιγραφή
αντιστρόφως φως και νερό 
νερό και χρόνος
εναγωνίως ο ξυλοκόπος, με κομμένα
κομμένο χέρι, τελευταίο δεντρί
όλα τα ξύλα, ξύλινα σπαθιά
κι όλη η φαντασία στους ήχους, 
κρωξίματα, νεκρά κρωξίματα, έκλειψη

Kostis nil – Έκλειψη – Δεκέμβριος 2019

20 Δεκεμβρίου 2019

Η μακρινή ακτή



Με το λευκό σου φως, ως ένδυμα
Η μακρινή ακτή
οι μάγισσες γλιστρούν σε δρόμους
πλανεύουν υακίνθους
ολόκλειστα μου είχαν, μάτια ασθενικά

το φως σ’ αυτό το δρόμο, ομοιάζει
τα βρώμικα νερά τινάζονται, σταγόνες
δεν είναι αγαπημένη μου, η βροχή
δεν είναι αγαπημένες, λάμπες παλιές ασετιλίνης
κανένα άστρο, ποτέ δεν θα φλογίσει

θέλω να περπατήσω αυτό το δρόμο
κάθε φορά, σιωπή
μοναχικός ο ύπνος, η μουσική
ο δρόμος, ήξερα, ο μακρινός
η νύχτα πως, όλα κοιμούνται βαθιά κάτω απ’ τη βροχή

κι όταν ξυπνάνε, μηνύματα 
μοιάζουν με ρήτορες απ' την μακρινή ακτή 
π' αφήνουν πίσω ήσυχα νερά 
λοξά στο σώμα να σκουντάνε 
ξεχύνεται ο δρόμος, έφτιαξαν σπίτια
χυμένος απ’ ατσάλι
ώσπου μια αστραπή είναι εκείνη 
οι μάγισσες με τα μεγάλα μάτια που με τρομάζουν

Kostis nil – Η μακρινή ακτή – Δεκέμβριος 2019


14 Δεκεμβρίου 2019

Η σημερινή σελίδα


Ανέγγιχτο θαύμα, απ' το μαύρο μυθιστόρημα
ο πέπλος μιας ταραγμένης εποχής 
η κάθε προσφορά
καμία νοσταλγία για ανήκοντα περιστατικά

η βασίλισσα με την άγνοια της ορέγεται
κάτι παραπάνω απ’ την υποψία ενός έρωτα
ή τα χειρόγραφα π’ άγνωστα
μέσα στο σεντούκι της, περιδέραια από δόντια
κραυγές μαύρων πανθήρων, ψιλά ψιθυρίζουν

τα κομμάτια αφηγούνται την τύχη τους
δαχτυλίδια, βραχιόλια, σπασμένα φτερά
τα μαυροπούλια τσιμπολογούν τον έρωτά τους
πετούν, φεύγουν, χορεύουν
πιο ψηλά, απ’ του ονείρου, στερνή χαρά 

με δάκρυα στα λίγα π' απομένουν
μιας εύμορφης γης, όπου μαζί ονειρευόμουν 
δεν υπολογίζονται οι θησαυροί της σειράς
γλάστρες, ποτίστρες, στέρνες
ξίφη, μαχαίρια, σπαθιά
στο πέρασμα μου, από εκείνο το τείχος 
οι φυγάδες μεταφέρουν ξερά το κορμί τους
τις αόρατες βουλές
το χρόνο με την προσφιλή τους οπτασία
πρώτο ασήμαντο, στο τίτλο της σημερινής σελίδας

Kostis nil – Η σημερινή σελίδα – Δεκέμβριος 2019


11 Δεκεμβρίου 2019

Μυστήρια πλοηγούν


Άνεμος κουρασμένος κι άνεμος με φτερά
Μια των αστεριών, και μια, μιας φλόγας
Τα μάτια σου είπαν, πως, εγώ δεν είδα
Μυστήριο, μια που άπληστα τα μάτια μου

Δεν υπερβάλεις άνεμε, ούτε εσύ θεία χάρη
Χιλιάδες αναμμένα, λυχνίες και φώτα
Στη μέση της συστάδας, καμία σαν εκείνη
Των αστεριών, η εδικιά της, ξεχωρίζει η λάμψη

Αντίκρυ σου ανοίγει, ψηλά, πελώρια πόρτα
Τα μάτια μιας κοιλάδας, της πιο έμορφης
Μαύρα τα μάτια, μυστήρια πλοηγούν 
Το πρόσωπο, σιγόντο, καίει, ξεϋφαίνει

Και μόλις μια γκρίζα αποβάθρα πλησιάζει
Όπως ο άνεμος, εγκαταλείπει τ’ άστρα
Μια ήβη εφηβική αποσβήνει
Τα βήματα των αστεριών, η λάμψη
Αποχωρεί αγέρας, κυνηγημένος καπνός

Η ανάμνηση, εκείνη, του τυχαίου
Σε μια γραμμή του επίγειου συρμού
Μοιάζει με ουράνιο σώμα, χυμένο στο χρυσάφι
Μονάχα μια φευγαλέα, των οματιών άπιστη λάμψη

Πριν την τελευταία γωνία, βαθύ το ένστικτο
Γύρισε οπίσω κάπου, να επιβεβαιώσει
Καμπύλες που, το δόσιμο, το φάλτσο των νημάτων
Ώριμη η φωτιά, που μένα τσαφ, απ’ τα τρύπια μάτια
Μέσα στο κόσμο, σαν αστραπή, στα τρύπια δίχτυα

Kostis nil – Μυστήρια πλοηγούν – Δεκέμβριος 2019


10 Δεκεμβρίου 2019

Μπρούτζινη κραυγή


Μια χαραμάδα φως παραμονεύει
το δωμάτιό σου, ονειρεύτηκα πως
μονάκριβη τύχη, σαν από, η νύχτα να ξεκρεμιέται
απ’ τα επίμονα αποφθέγματα  
πλούσια απ’ δάκρυα στο κάδρο του τοίχου

η κάθοδος μου, ηλιόφτερα μοναδικά
χρυσά, μαδημένα, στο ψυχρό πάτωμα
μάτωσαν πουκάμισο και κορμί, το στήθος μου
σαν από, ακούμπησα απαλά πάνω σου
πληγές, απ’ τα ξενικά, άγρια τριαντάφυλλα

με την καρδιά σκιασμένη, ενός άγριου ζώου
μια σκοτεινιά μαβιά, μαραίνει 
το βέλος σφαδάζει, ως πέρα, τον κροσσωτό ορίζοντα
άλογα ξεχύνονται, μιας θάλασσα αμφίσημης

απ’ τα δάκρυα, καυτά, π’ άργησαν να φανούν
ενός αγέρα, οξύηχου, τρεμάμενη η βουή
το βέλος αφηνιασμένο απέδρασε
χορεύει εις ανάμνηση, συρίζει, άκρατη η φυγή

ο χορευτής με την μπρούτζινη κραυγή
με τα φανταχτερά ηλιόφτερα
αφέθηκε πάνω στ’ αγκάθια, στ’ άνθη, στο σώμα
στους δαίμονες
στ’ αγριοπούλια που ένα γύρω, συνήθως ριγούν.


Kostis nil – Μπρούτζινη κραυγή – Δεκέμβριος 2019


8 Δεκεμβρίου 2019

Το σημερινό Ομηρικό μου απόγευμα


Κάτω απ’ οικεία βήματα, το σώμα
Μια αξιοσημείωτη σύσταση
Η γέννηση μου συμπίπτει με τον άπειρο αριθμό
Ζωγραφίζεται μέρα μεσημέρι

Σαν να μην έφτανε η απέριττη γιορτή
Η ομορφιά, οι καθρέπτες
Που ως συνήθως αενάως μεταμορφώνονται
Η εργάσιμη μέρα του θανάτου χλομή
Ράμφη πουλιών, απ’ ουράνια ζυγιάζουν χρυσό

Μόλις γεννήθηκα, αθώος, απ’ μέσα μου
Ο μυστικός θίασος, ως εκ θαύματος
Και φρουπ ένα αδιόρατο λάφυρο υπερίπταται
Απόκρυφη καρδιά, ευγενική, με τις απώλειές της

Αντίρρυθμα, περισσότερες μέρες
Άδηλος πηλός κι οι ορφανές μου εικόνες
Μια γεύση, τ' άκριτου ονείρου 
Όπου μύθοι και θρήνοι διασχίζουν
Οι φωνές με τις χαραγμένες οδύνες

Το σημερινό Ομηρικό μου απόγευμα συνίσταται
Συνάμα, τα δροσερά πρωινά που έλλογα ξημερώνουν

Kostis nil – Το σημερινό Ομηρικό μου απόγευμα – Δεκέμβριος 2019


6 Δεκεμβρίου 2019

Τυφλές υφάντρες


Ανταύγειες έρχονται και φεύγουν,
Ολόγυρα ο χρόνος ερμηνεύει,
Τα μάγια:- καταπώς, ψυχρά την νύχτα
Αχνόφεγγαν, αλίμονο.

Και πάνω σε στρωσίδια, αγάλη-
Μια γύρη των ματιών σου.
Το θέατρο θορύβων είναι, μιας ερήμου.
Οι αίθουσες:- μ’ άστρωτα, πολύχρωμα χαλιά
Που μέσα ’κει, τυφλές υφάντρες, μυστηριωδώς αναβατούν.

Και μια κοιλάδα, ξεγύρει νότες,
Με τ’ άγγιγμα από συνήθεια, εκείνο του κορμιού.
Με κύρος τα φτιασίδια, η νέα πρόζα
Το μαγεμένο παλάτι είναι η έρημος!
Οι λέξεις που ηχούν σαν γύφτικα καρφιά.

Έκθαμβη κι ετοιμοθάνατη η παράσταση
Σαν ένα φιλί, πηχτό ποτό, 
Σφιχτά τα χείλη,
Γυμνά στα χέρια μου, μες στο μαντίλι σου δακρυρροεί.

Kostis nil – Τυφλές υφάντρες – Δεκέμβριος 2019

1 Δεκεμβρίου 2019

Κρύσταλλοι τ’ αλατιού


Η μανία με πλημμυρίζει απειλητικά 
θνητά πλάσματα υπνοβατούν
και κρύσταλλοι τ’ αλατιού
στις πατούχες του οργισμένου θεού

το φεγγάρι φθίνει πέρα απ' τις κορφές
μαύρες οι πατημασιές που χορεύουν
η σκηνή συνοδεύει τον επίσημο ουρανό
αυτή η θάλασσα αδιάκοπα μανιάζει

υπέρτατη αγαλία, στο άγιο δισκοπότηρο
μια φλόγα ζεσταίνει, πύρωση των ματιών
φωτιά λεόντεια, φωτιά κρυφή, της σήψης
μια φτερούγα χτυπάει μες στο στήθος μου

των ονείρων οι δρόμοι, δραπετεύουν
αγύρτες, άστεγοι και μασκαράδες
παλληκαράδες, ληστές και κουρελήδες
σαΐνια, λιμοκοντόροι, λαϊκοί παραμυθάδες

μα θες, πως, σαν έξω απ' το σώμα το γέλιο 
ακαριαία πως στεγνώνει-
κάτω απ’ τη γλώσσα το σίελο,
και πως ζωγραφίζουν στο σκοτάδι οι φιγούρες΄
και χωρίς σάλιο, χωρίς ψίχα
καρφιά υπογλώσσια παραμιλούν

Kostis nil – Κρύσταλλοι τ’ αλατιού – Δεκέμβριος 2019