30 Ιουνίου 2019

Λαβύρινθος



Μονοπάτια του λαβυρίνθου συγκλίνουν
Πιάνοντας στο χορό, τον μίτο της Αριάδνης
Με μόνο επισκέπτη εμένα
Τα βήματα μου γειτνιάζουν στον κήπο, στο σπίτι
Την κατηφόρα με το ποδήλατο
Σ’ όλα τα πρωινά, σύσσωμα τ’ απογεύματα
Με τις βροχές, τον στεγνό ήλιο, την ιριδίζουσα σελήνη
Τα υγρά άστρα που κουβαλούν κρυφά το νερό
Τη θάλασσα την απ’ κάτω, την μακρινή
Το υγρό και φωτεινό μονόπετρο σου, αγαπημένη

Όλα του λαβυρίνθου συγκλίνουν
Όλες οι λέξεις του λαβυρίνθου μαρτυρούν
Όλα μαζί του λαβυρίνθου τεράστιο καπέλο
Με σκιές και φωτιές, μ’ αίμα
Χύνονται, καταβαραθρώνουν
ή που ο λαβύρινθος εσαεί των ματιών μου, άκοπα καταπίνει
ή πνίγονται άθελά τους στο ποτάμι, σ’ εκείνο το μαύρο πουλί

Είδα: ένα αόρατο χέρι να ξεχωρίζει τ’ όνομά σου
Αμέτρητα στάχυα να λάμπουν
Στα οράματά μου, να εμφανίζονται προφήτες
Τυφώνες διακλαδώνονται
Είδα: τα σπαθομάχαιρα των προγόνων του Μυροδογιάννη
Τυφλά μωρά τυλιγμένα σε κουρελούδες
Την άπληστη σκέψη μου και των ονείρων το βάρος
Το πρόσωπό μου, τις βαθιές του ρίζες
Κήνσορες και θεράποντες
Τον κάθε κόκκο της άμμου ξεχωριστά να ομοιάζει

Εν τέλει ο χορός· ελάχιστο μέρος του λαβυρίνθου
Τον Μινώταυρο να χορεύει κι ως εκεί· πριν την άφατη σφαγή του

Kostis nil – Λαβύρινθος – Ιούνιος 2019

25 Ιουνίου 2019

Μάρκ Τουαίην του Μεγαλοπρεπή


Σου χαρίζω τα ολοκίτρινα πορτακάλια
Την ειρωνεία: ζουμερή σάρκα, καρδιά με λέξεις
Την ένδεια σε περιπλάνηση
κάτω απ’ ηλίανθους μιας ολόχρυσης πεδιάδας
Την αναίτια έλλειψη έμπνευσης
Φανταστικές μυθοπλασίες του εμπρότερου βίου, Αγίων

Η Ιστορία: πρόσφατη κι άφατης ατιμίας, κυριαρχεί
Εκεί κοντά όνειρα ανέγγιχτα
Κραυγαλέες αντιφάσεις με τα στολίδια τους
Επεισόδια π’ απολαμβάνουν την υπογραφή μου

Δεδομένου πως τα ευτυχέστερα κείμενα, ήχοι
βουβό κροτάλισμα στα ράφια των πιο άσημων συγγραφέων
Παρουσιάστηκε γράμμα απ’ τον Μαρκ Τουαίην
Κάτι σαν ασημένια νομίσματα που δικαιούνται
Περιπέτειες και παράξενες ιστορίες
Χάρτης του χάρτη, της ξωτικής περιήγησης
Των άστεγων κέντρων
Των φτωχογειτονιών που νοερά βλαστίζεις 

Το επόμενο διήγημα μου, χιλιοπόδαρο τέρας
Κεντρικός ήρωας του επικείμενου, Δράκων αστερισμός
Εν εγράφησαν 
ήλιος εκεί πάντα κι άστρα και θάλασσα και ποτάμια

η γης ταξιδεύει πάντα με τα νερά της
Ίχνη ζωής στην Ορθή πέτρα, εις δίκην του εαυτού μου, του μεγαλοπρεπή


Kostis nil – Μαρκ Τουαίην του Μεγαλοπρεπή – Ιούνιος 2019


22 Ιουνίου 2019

Αλγόριθμος


Εκείνα τα πουλιά καθώς πετούν καθρεπτίζονται
Πάντα χαμηλά κι ας το νερό, εκτός της βροχής
Μες στο έργο κι οι πέτρες κυλούν
Πληγώνουν τη θύμηση, την μοναξιά
των κίτρινων σταχυών, ελαφρύ θρόισμα

Σ’ εκείνη την άρκτο τ’ ουράνιου σκεύους
Προμηνούσε χαλάζι
Η σφαγή π’ έθρεφε, κάλπαζε πιο απ’ τη βροχή
Κεντούσε των νεκρών σάβανα, καμπυλωτά σπαθιά
τ’ απερίφρακτο κλάμα των νεογνών

Όλες οι φωνές μετέπειτα αναλύονται
Σαν αλγόριθμοι που τραγουδάνε στο δρόμο για την κόλαση
Τα πετεινά απ’ πάνω σαν άστρα λαμποκοπούν
Φορώντας τις κυριακές τα καλά τους

Μπροστά στου άγιου δισκοπότηρου το χρυσό
Θείο νάμα
Που μόνο εσύ, ο χρυσός, ξέρεις στη κόλαση να λάμπεις
Σκουπίζοντας τα τριανταφυλλένια, υγρών ανθέων, άγρια πάθη

Εκτός απ’ πετεινά, στην είσοδο
Ένα νέο σύννεφο με καλλίγραμμους γύπες εθεάθη
Το βλέμμα του πεσόντα πολεμιστή, εξανίσταται
Γητεμένος στο μύθο, να γίνει δέντρο και πάνω του
ξανά να πέσει αστροπελέκι

Οι γύπες μεταμορφώθηκαν κεραυνοί
Οι γύπες κατέβηκαν αστραπή
Συκώτια και νεφρά, ανέριξαν
με μια γύρα τα νύχια, αριστοτεχνικά τα σπλάχνα περιέλιξαν

Κι η μνήμη που αποστερήθηκε, μετρά στα πέντε δάχτυλα τους ελάχιστους επιζώντες
Συνάμα, τα λιγοστά παραμύθια της γραόμορφης πόλης μου

Kostis nil – Αλγόριθμος – Ιούνιος 2019

16 Ιουνίου 2019

Στο χρώμα του τρένου


Έχασα όλα τα τρένα, σκόνη ταξίδεψε
Παράξενα ήταν βαμμένα, με στάμπες
Όσοι υπήγαγαν συνήθως χάζευαν
Κι ένας ζητιάνος με βαμμένα χείλη, κι αυτός χάζευε

Βαγόνια προπορευόντουσαν απ’ μια αόρατη μηχανή
Κι έξω στην αποβάθρα
Άγνωστοι μεταξύ, συνάθροιση του χαμένου χρόνου
Καθώς άνοιγαν οι πόρτες, μετρονόμος της έκλεινε

Έλα μου έλεγαν, έλα μέσα, τ’ αόρατα βλέμματα
Νόημα για ένα βήμα
Ήταν ένα βήμα πάνω απ’ το κενό
Που ως συνήθως, με την αποβάθρα κυμαίνεται
Απ’ την άλλη, το τρένο, σε λίγο θα ’κλεινε τις πόρτες

Εκείνα τα τρένα, ως συνήθως δεν σφυρίζουν
Σκληρίζουν μ’ ένα εκκωφαντικό, παρατεταμένο σύριγμα
Το σημερινό για αστείο, κάποιος του έβαψε τα χείλη
Κάτι σαν εκείνο τον παράξενο ζητιάνο
Που εκτός από βαμμένα χείλη, το ένα μανίκι κρεμόταν
Ήρθε, σταμάτησε το τρένο, υπεισέρχεται ο ζητιάνος

Σε ’κείνη την ηλιοσκότεινη, ρηχή αποβάθρα
Το βλέμμα Σείριος, αποτραβήχτηκε
Τα μαλλιά σου, που, ένας άνεμος απαλά ταράχισε
Άνεμος φάντασμα ή άνεμος όνειρο
Στο χρώμα του τρένου, ο χαμένος χρόνος βουβά στοιχήθηκε 
Και το φιλί σου, το ’κλεισε, απ΄ μέσα του, το βαγόνι

Το μαχαίρι το σκοτεινό με τον μετρονόμο ξανά κινήθηκε
Έκοψε τη βουή των επιβατών σε φέτες
Έκοψε το τρένο μόλις επιτάχυνε, το βλέμμα σου· που χάθηκε μες στο κενό


Kostis nil – Στο χρώμα του τρένου – Ιούνιος 2019


14 Ιουνίου 2019

Κύκλος του νεώτερου βασιλείου, μάσκες



Το φιλί της ζωής, προ πολλού έχει ταξιδέψει
Καθώς το δέρμα μου λιώνει, απορροφώνται
Πλείστα συστατικά, χείλη φαρμακερά
Αυτά που πλέον δεν τολμούν, κι έπειτα είπα
Τι απαίσια χείλη
Τι απαίσια τα δικά σου, προπαντός τα δικά μου
Άφιλα χείλη από τότε, ακρογιάλι δίχως κύμα

Θα ’θελα να σου εξομολογηθώ, περίπλεγη 
Κι ένα σταφύλι με φιλιά να πνιγούν
Να φύγουν με την σανίδα του σέρφερ, την πρόχειρη
Κι έπειτα ν’ αφεθούν, να τυλίξουν υγρά το κορμί
Κι όμως αυτή η σανίδα δεν είναι σωτηρίας
Και το άυλο φιλί απ' το πλούσιο σύννεφο κρέμεται
Μη με καλέσεις άλλο δέρμα μου, να σ’ απολογηθώ
Γι αυτή σου, την προσκόλληση 
Κάλεσέ με όνειρο κι εγώ, απ' εδώ, μες την ορμή μου

Είμαι παιδί και νερό και με μαλώνουν
Είμαι συκώτι κι έρχονται τα όρνεα και με σκεπάζουν
Κι αφού συκώτι και δέρμα στον άνεμο
Κι αφού τα κόντιλα φουσκιασμένα στα παλιά όνειρα
Σωριάζομαι μ’ ένα χτύπο στην πολυθρόνα μου

Απ’ το κανάλι το υπερφορτωμένο, απ’ τη βότκα την κόκκινη
Και μόλις μεθύσω κοιτάζομαι απευθείας
Έτσι υπάγω απ’ την οικτρά, παράδεισο του Θεού
Οικτρά, στον μοντέρνο κόσμο
Και τανάπαλιν ξαναγυρνώ για απορροφήσεις του δέρματος
Εκείνου του αδιαίρετου προσώπου, τού, τόσο μαρμαίρει 
Κι έπειτα στο κάδρο με τις ξεσκλαβωμένες μύγες
Απεντομώσεις

Δεν έχω συμφιλιωθεί με την διαίρεση των πνευμάτων

Τη συνοικία με τις μύγες
Το πρόσωπό μου ασημώνω· στον κύκλο του νεώτερου βασιλείου, μάσκες


Kostis nil – Κύκλος του νεώτερου βασιλείου, μάσκες – Ιούνιος 2019


12 Ιουνίου 2019

Αλάτσι

*αφιερωμένο στο φίλο, τον πολύ φίλο
στον ποιητή, τον ποιητή των πρώτων μου χρόνων
τον αγαπητό μου, Βασίλη Γκαραγκούνη


*τάδε έφη Βασίλης Γκαραγκούνης

"...και μεις πιόνια στο παιγνίδι
που θα μπορούσαμε ν' αλλάξουμε
αν θα γινόμαστε στο σκάκι βασιλιάδες
μένουμε εδώ ελπίζοντας πως ίσως
αύριο πεθάνουμε λιγότερο..."

Δεν έχει ύπνο το ταξίδι της θάλασσας
Στον αφρό τσαλαβουτάει τ’ αλάτσι, του ήλιου στύβεται το πανί
Κι οι ψίθυροι δεν είναι μυστικοί
Σαν καρυδότσουφλο παιχνιδίζουν στο μακρύ κύμα του αίματος

Είναι το μαντίλι που περιφέρεται, η αόρατη μιλιά
Η εμιλιά εκείνη σκουπίζει τα δάκρυα τ' αποχωρισμού
Που σε λίγο, έστω, αμετάφραστη θα γίνει σινιάλο

Πρόσωπό μου, θάλασσα με τ' άγγιγμα σου
Κυκλώνας το μάτι που, με φυσικό τρόπο σαν φίδι δαγκώνεις
Πού δάκρυα, τόσες σταγόνες, ορατά στη βαθιά νύχτα βυθίζονται
Είμαι μόνος ξανά, το πρόσωπο σου, τ’ απέραντο σκοτάδι

Του κήπους τους υγρούς, υποπτεύομαι ποιος θα διαβεί
Ποιος θα συνοδεύσει·  ξανά την κραυγή μέχρι το καράβι
Εκεί π' αρχίζει και τελειώνει το ταξίδι
Που μια λέξη, μόνο μια, με κόπο, σαν άσπιλο φως
Στη μοναξιά της αληθινά, με κόπο, από κάπου θα πιαστεί

Κι όμως, θα μείνω πίσω
Είμαι εκείνος που ξέχασε να περιγράψει· το σπίτι που γεννήθηκε

Kostis nil – Αλάτσι – Ιούνιος 2019

9 Ιουνίου 2019

Η Γη του Πυρός

*στους νεώτερους
  Μανώλη και Γεώργιο Ανδρουλιδάκη

Συσσώρευση ανούσιων υπερθετικών, η επιθυμία, η περιήγηση σε μια άγνωστη επαρχία
Εκεί που, συμβατικός χαρακτήρας ή φαντασματικός
Παρθένα μέρη ή περπατώντας ανάμεσα στις αναμνήσεις, άλλων

Πάρα ταύτα!
Περπάτησα πάνω απ' το χαλί της άγνωστης επαρχίας 
Αυτή στο κατώφλι, αυτή που ξώφαλτσα ξεπροβάλει σαν άλλη εποχή
Καθώς μεγαλώνω,θάνατοι και δω, των πτηνών αναγεννήσεις και νέοι θάνατοι
Δεν μένουν παρά: αρκούντως, λιγοστεύουν οι κηδείες των φίλων
Δευτερευόντως πράγματα αμφίσημα

Παρακολουθώ τις νέες μεταμφιέσεις
Μια αστροφεγγιά που ταξιδεύει, δίχως
Αρκουδιάρηδες που, μες την πυρά δοκιμάζουν χαλκάδες
Κι ένα μουγκρητό μ’ άλλους θορύβους, άστρα να τρέμουν
Το ποτάμι χαρτογραφείται ασταμάτητο
Με βράχους γεωμετρικούς και νέες σχισμές, αβύσσου

Μετατοπίζομαι σ’ άλλο σημείο της περίφημης επαρχίας
Στη γλάστρα σγουρός βασιλικός κι ένα ματσάκι για τ’ αυτί
Αγέρωχος ο Ανδρουλιδογιώργης απ’ τον Ορθέ, με βασιλικό
Έβγαινε στο καφενείο τις Κυριακές
Τώρα εκείνη η λάμψη 
Η ευωδιά της γλώσσας του, πηγαίος π' έθρεφε, κι ήλιος αχτίνες

Είναι σαν ψες, το πλάσμα, αιώνια συνεχίζει την περιήγηση του 
Κι όπως τα θραύσματα, στο μακρινό το παρελθόν, Γη του πυρός
άνθρωπος καίει
Έβαλε στο πλάνο κατά πως, υστερόγραφο: λόγχες, σπαθιά
Μ’ αυτήν τη διαστροφική συνήθεια
Τυχαία αναγράφεστε στους επιζώντες των πρόσφατων θαυμάτων
Ο πιο τυχερός κληρονόμος που, ποτέ των αχράντων
Που το ξημέρωμα μιας εποχής, αδειάζει 
Μυστήρια τα όσα 
Λουλούδι και δάκρυ αλίβρεκτο κι αλισίβα· και κόλαση του Δάντη


Kostis nil – Η Γη του Πυρός – Ιούνιος 2019 


8 Ιουνίου 2019

Στα χάη, καθρέπτης καίγεται


Περί αληθείας η μνήμη, νοσώντας
Πνίγηκαν στο αιγαίο σε δέκατα, μ' αυτοσχέδια βάρκα
Εκείνο το μαύρο κύμα, πήρε στο μαύρο βυθό
Τ' άφατο πρόσωπο σαν μαύρο σακάκι
εκείνο το πικρό τραγούδι, στο κύμα φιλιρίζει

Οι εκάστοτε,
εκατομμύρια θάνατοι σε κρυψώνες
Τάφοι και τάφοι λαξευτοί, υγροί
Οστά διάσπαρτα σε βουνά
Όπως είπαμε στο μαύρο βυθό να περιφέρονται
Το μαχαίρι σε στήθη άδει
Το σπαθί πέρα ως πέρα ξετρυπήσει
Και πίκρα στην άγονη περιπλάνηση του Θεού
Η σφαίρα μεν, αυτόματα φαπ το στήθος θερίζει
αμαρτία ουκ έστι, από μάχες

Κλειδώνονται οι ψυχές στον παγωμένο αέρα
Με δάφνες
Ότι κοστίζει, και μετά ο αιώνας ξεβράζει
Σε ’κείνο το ατελιέ, αριθμοί με πυρόγραφο

Ισότοπα της ιστορίας, μοίρα και ψέμα
Η αντρεία λατρευτή στο Θεό της μάχης
Στου θανάτου τον πένθιμο αριθμό
Στου νικητή τον καλπασμό
Κι οι γραμμές των νέων σελίδων, θέσφατα προικίζουν
Τις εντολές των νέων αιώνων, των νέων θανάτων
των στρατηγών που χαιρετούν περήφανοι το έργο τους

Κι απ' όσον η τύχη ενέγραψε, τύχη το θείο δώρο
Τ’ άμφια, οι στολές, οι γυαλισμένες πόρπες
πάλαι ποτέ περικεφαλαίες
Τα εργοστάσια σκληρών μετάλλων, αδιάκοπων ροών
Φωτιά να καίει, καίει φωτιά
στο άλλο άκρο, χάη, καθρέπτης καίγεται, ο άφωτος, ο σκοτεινός

Kostis nil – Στα χάη, καθρέπτης καίγεται – Ιούνιος 2019


5 Ιουνίου 2019

Tο πρώτο βουβό φιλί


Ο κοινός ουρανός κουτρίζει τα λειριά των πουλιών, λούζει
Εκείνα τραγουδούν κι η μουσική των φύλλων επισκιάζει
Τα βήματα τα ορφανά, απ’ τ’ άκουσμα θάβονται βαθιά στο χώμα
Τα μάτια που, μ’ έκσταση κοιτάζουν και δεν χορταίνουν
τη χρυσαφένια δύση αποχαιρετούν, το πρόσωπο το υγρό, της μέρας

Τι ευγενής εμπειρία, τα σχέδια της
ελάχιστα μεγάλα πράγματα, δεν θα επαναληφθούν

Να σε θυμηθώ, πως, σαν το νερό που τρέχει στον παλιό καθρέπτη 
Να σου μιλήσω, η μιλιά σου απομένει στα τέλια με τους ύμνους
Μοιάζεις μ’ όλα τα υφαντά που απλωμένα, κυματίζουν με ζωγραφιές
από ζωηρά χρώματα, σ' άσπρα νήματα στο πρόσωπο του νεκρού

Προσωπική και τρισεύγενη μέρα πορεύεσαι
Τελευταία στιγμή, μια μουσική πλέξη με τα δάχτυλα σου
κέρατο κριαριού που σαλπίζει· της δύσης, το πρώτο βουβό φιλί

Kostis nil – Το πρώτο βουβό φιλί –  Ιούνιος 2019


3 Ιουνίου 2019

Κάλφας ο τελευταίος


Δεν ονειρεύτηκα τα πανιά μου
Τους υδάτινους όγκους
Το καράβι που, όπως, όπως, με τον κάλφα τον τελευταίο
Κι ένα αεράκι αφήνει πίσω τα λουριά του
Και καθώς στο ταξίδι, τα νεύρα ποτίστηκαν στην πρώτη φουρτούνα
Τα μάτια μπλαβιασμένα απ' το βαθύ καθρέπτισμα με τη θάλασσα
Δεν έχει κοράλλια, αστερίες, χρυσή άμμο
Σταγόνες οι τελευταίες, στραγγίζουν
Καταμεσής σπάζεται το κορμί τ' αλυσοδεμένο
και μαζί με τις στήλες του Σουνίου οδεύουν στο φως του φεγγαριού 
στήλες ολόξανθες
σύννεφα ματισμένα κι ένα πανί μαύρο· απ' μακριά, του Θησέα

Kostis nil – Κάλφας ο τελευταίος – Ιούνιος 2019

1 Ιουνίου 2019

εοφλδπγλτ

*στο Χρήστο

Το σκοτάδι με ωθεί να βυθίζομαι ολοένα
Το ίδιο βυθίζεται το φως
Το σκοτάδι με ωθεί να παίρνω μαζί μου μονάκριβα πράγματα
Στην άλλη άκρη του παραθύρου θα κρεμαστεί από φόβο η κραυγή
Πέρα στο μόλο το καράβι συνεχίζει, από αμέλεια ετοιμάζει αποσκευές
Ενδιάμεσα σε δέκατα δεύτερα ακολούθησε φωτοβολίδα
Ο ταπεινός εκπλειστηριαστής, ενδιάμεσος κρίκος
Εκείνη η πουτάνα κρυφακούει, έπειτα χωριστήκαμε

Καλή της ώρα, καλημέρα
Το επαναλαμβάνουμε πρωί, μεσημέρι
Μόνο η ατέρμονη νύχτα, δίχως τσιγάρο
Μόνο εκείνη η κραυγή απ’ την άκρη του παραθύρου
Κι έπειτα όχλος, φουσκωμένα ασκιά
Σάλος στο λιμάνι και η μυρουδιά του παλιού Λένιν
Μα πρέπει μια εικόνα να γυρίσει πίσω
κάτι σαν αυτό που καθυστερημένα εγώ σκέφτομαι
μια λέξη υπό νέα μορφή, έστω
εοφλδπγλτ
ανάκατα γράμματα που δε χωράνε σε γάντι
"ήμουν αγόρι και κορίτσι και πουλί και θάμνος και άλαλο ψάρι
που το ξέβρασε η θάλασσα" *
αυτά χάνω σ’ ένα κόσμο που μεγαλώνει πίσω μου, καθώς βυθίζομαι



Kostis nil – εοφλδπγλτ – Ιούνιος 2019