9 Φεβρουαρίου 2020

Η στιβάδα


Πέτρινη υψώνεται η φωνή
απ’ μια καρδιά που βαριά στενάζει.
Η στιβάδα: όπως πάντα,
με αγάπη για το εσώτερο σπλάχνο της-
Έτσι καθώς τα μάτια: φτενά δαφνόφυλλα μοσχοβολούν.

Κάτω απ’ την φεγγαρίσια όψη,
κάπου ακούγεται γλυκόπικρο τραγούδι·
βασίλειο ακόμα εκείνη η νότα                          
μιας και μοναδικής,- μίσχος τα δάκρυα της!
Διωγμένη απ’ τον Δία, κατέβηκε στον κάτω κόσμο
βόμβοι, ή- στεναγμοί γλιστράνε-
Απ’ εκείνο το βουνό κατρακυλούν!

Εικόνες του τοπίου: άραγε,- ουράνιο ανοίγει τόξο
Των ανθρώπων εμφανεί, κεχαριτωμένη,- η θεία χάρη.
Μια ζωγραφιά ως πέρα τα χωράφια,
απ’ του ήλιου ένα φτερό που πάνω του κρέμομαι--    
Χρώματα τ’ ακριβά·
μια ζήση, μέχρι, μέχρι,- ο θάνατος!
Ακούγονται, λέξεις και πύρινοι λόγοι.                   

Έπειτα από πολύ κόπο,
θυμίζοντας αναμνήσεις ενός άγονου δρόμου-
Κάτι ας πούμε, ηλιόφτερα σπασμένα:
Ένα ολόκληρο πρωινό τρέχουν τα δάκρυα
έκλεινε κι άνοιγε διάπλατα η αγκάλη,
Ξαναγεννημένος από χάρη,- μικρό παιδί
που, με στανιό γυρνούσε πίσω τη ζωή του!
Τώρα που οι αιωνόβιοι κορμοί,- των πιο ψηλών δέντρων
ακόμα δεν κείτονται,- όπως τα ποτάμια
Ακόμα δεν τρέμουν, ή,- η γη, σφίγγει με τέχνη τον πνιγμό τους.

Έβαλε έπειτα το κορμί του, σε δοκιμασία  
κι αργά, αργά!
Εκείνο το σώμα, πού, ποιος ξέρει;
και ποιος τώρα μπορεί να θαυμάσει!
Στα δυο όρθιος, σαν άνθος που έγινε δέντρο:
με ύψος μέτρα δυο, καμάρι,- στον αψηλό ουρανό!
Καμάρι μου,- του φώναξε η φωνή!
Από ’κει που πίστευε πως τάχα, η μάνα-
ερχόταν κι έφευγε με την ασπράδα του μαντιλιού της.
Από εκείνη την λαγκαδιά ερχόταν ο αχός,
αγέρας ήταν,- που έμοιαζε με φωνή:
Μα κάποια μέρα, σμίκρυνε το φως των αστεριών                        
φιδίσιες κουλούρες εφάπτονταν!
Λόγια ετούτα και κεραμίδια που μες σ’ ένα χειμώνα
Νερό έτρεχαν, νερό έσταζαν,- στα κατάβαθα νοερά μάτια του.

Kostis nil – Η στιβάδα – Φεβρουάριος 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου