29 Μαΐου 2020

Ο θάνατος του Κηπουρού

*στον Ποιητή, Καθηγητή Μετάφρασης, Μεταφραστή: Γιώργο Κεντρωτή!

Ο Κηπουρός δίχως μανικετόκουμπα το ζεύγλα χώμα αναδεύει,
λέξεις που σαν άνθη, προμηνούνε καρποφόρα
σαν ευωδιές, οι εκδορείς της ηδονής, άνθη, γούστου κακού διάσπαρτα
(προκειμένου περί μεταφράσεως, λόγος, τώρα, να πάλι…),
Τα Άνθη του Κακού, φυτρώνουν - καλού, κακού - στο κήπο μιας νέας εποχής.

Στο βούρκο της εποχής, απλώνεται κι ο τραχανάς! --
(μεγάλη η αγάπη μας, μ’ απλώσαμε τον τραχανά στο δώμα
- τον έφαγε, κι ο γάτος μας!).

Ο Κηπουρός που ηχεί: ήχοι λαγνείας, μέτρο,- αυτήκοος
Ο κήπος καταραμένος - των ποιητών - εύστοχα μέγας
Μπωντλέρ ο ένας, βόστρυχος,- καταραμένων ποιητών!
Τ’ άνθη του, κεντρώνουν, κεντρώνονται με νεύμα
Κεντρωτής ο,ε…δικός μας Κηπουρός, ζει-λογόφωνης λαχτάρα.

Σαν σπάρτα, του Κηπουρού μας, ο κήπο του, αθιβολές,
Μπένγιαμιν και Αντόρνο, Ρεμπώ και Μαλλαρμέ
Βερλαίν, Βαλερύ κι Έλιοτ. Μπρέχτ, Προύστ και Απολλιναίρ
Ρενέ Σάρ, Μανέ, Καβάφης, Καριωτάκης, Καββαδίας…

Κάθεται ο Κηπουρός στον κήπο,- φυλομετράει τα έρμα,
Κάτω απ’ την αντηλιά, που ήλιος λαμπρός, αυτοδιάθεσης
Φαίνεται είναι της μοίρας, των ανθών, αυτοβιοφωτισμός
Θα καταστεί ορατό, και φλογερό βιβλίο. Ω! ναι, με κάτι ακόμα
Καλοσυνεύει, και θα ζει. Ω! ναι, με το καλό, δε θα ψοφήσει
Του κάκου οι εχθροί, όλο θα ψάχνουν, όλο θα σκίζουν τα ιμάτια τους.

Που πάει να πει, με κάτι άλλο,- ύστερα απ’ το άλικο θάνατο μας
Του Κηπουρού μας, των ανθέων θα καταστεί ορατό,- τ’ άνθος
Επιλεγόμενα μιας ζήσης,- spleen των ανθέων,- spleen των κακών
Μαζί μ’ άλλων, spleen της ψυχής, σαν Βιργιλίου -  μετάφρασης - ο θάνατος.
Θανάτου θα καταστεί ορατός, θάνατος μηδέ του Κηπουρού,
Που ζεύγλες, με φωνολόγους, γεμάτες βιβλιοθήκες,- βρίθουν
Ιστούς που την σκυτάλη την αέρινη, κοντά, ένα γύρο,
Επιφύλαξε η μοίρα, χίλιες ζυγιάσεις - Κηπουρού - χίλιες ζυγιάσεις
Πάλλονται οι φλέβες - αόρατες και ορατές - πάλλονται στροφές και στίχοι.

Αναρωτιέται ο Κηπουρός - εσώτερα - μιλώντας με Μπωντλαίρ,
Κάτι απ’ το ύφος, κάτι για ύψος, κάτι… μιας νεωτερικότητας
(Μια σέλφι, σεφ Μπωντλέρ μαζί σου, μια σέλφι στη θύρα επτά!),
Ο θάνατος - του Κηπουρού - θα ταξιδεύει, ως επίγραμμα,
Στο τύμβο ενός βιβλίου μ’ άνθη, σέλφι, σιωπές,- βαθιές ανάσες
Θα κλαίνε εδώ: τ' άνθη - καλού, κακού - μα Συ ο Κηπουρός μας,
Λάκωνας αυτοσαρκάζεσαι, γαύρος αυτοσαρκάζεσαι πως δα, Συ- ν’ αποκάνεις!


Kostis nil – Ο θάνατος του κηπουρού – Μάιος 2020

   

26 Μαΐου 2020

Το πρόσωπό μου



Αν και το σώμα, το ίδιο, τα μάτια του εκτοξεύει
το δέρμα της φύσης, δέρμα του σώματος,
ταυτόσημο όριο, ξαναγυρίζει: αρχίζοντας, από μια βάναυση αρχή
κι έπειτα τέλος, κατακάθεται η σκόνη κι η ασημένια σκιά του.

Το νερό λέγεται: και το νερό που πίνουμε
μια μέρα έτρεχε μπροστά μου ατελεύτητα,
περίμενα - του κάκου - να σταματήσει
το γέλιο λέγεται - το γέλιο - τι παράξενος που είμαι
ήλιος λέγεται - ο ήλιος - κυλούσε σαν καρπούζι μέσα στο νερό.

Κατέχω πως, τα βήματα, αλλά με ποια χάρη το νερό
με ποια λόγια η φαντασία, που στιγμές για,- σωπαίνει,
η φαντασία ή τα φαντάσματα, της πρωτόγονης λαλιάς μου
τραγουδάμε γύρω απ’ το λαρύγγι της φωτιά, το τραγούδι του νεκρού.

Ο στίχος είναι στίχος, κι ένα ποίημα κυλιέται,
το πρόσωπό μου, είναι τώρα: κύριο πρόσωπο της γης
τα πουλιά σ’ αυτό το στίχο: δεν βρήκαν κλαδί για να καθήσουν
το δέρμα μας, είναι δέρμα της φύσης,
το πουλί δεν βρήκε, ούτε σκοπό, να τραγουδήσει.

Σκέφτηκα, πως είμαι κάποιος: που πρέπει να προσποιούμαι
τις απέραντες μοναξιές, σαν ήλιος αναπόδραστος
ίσως το νερό, από αιώνες πια,- με την χρυσοκέντητη ελεγεία
δεν θα ’μαι, φαίνεται ποτέ: νερό και τραγούδι, πουλί για να τραγουδήσω.

Kostis nil – Το πρόσωπό μου – Μάιος 2020





24 Μαΐου 2020

Εφημερία ποιήσεως


Σήμερον εφημερία ποιήσεως
στη διάθεση μου επείγοντα,
βασανισμοί κι ολιγωρίες --
Ατυχήματα λογής που οι σειρήνες μεταφέρουν.

Κάντε στην μπάντα,
ως ημέρα εφημερίας, φορεία ματωμένα
γάζες και μαλάξεις στη καρδιά --
Ασύμπτωτες στιγμές διαφορετικών κυττάρων.

Ο καθένας με πόνο,
σήμερον εφημερία, με πόνο ψυχής
οι λέξεις λαβωμένες ελπίζουν περίθαλψης --
Ελπίζουν ζωή με ημερομηνία λήξης.

Ως φαίνεται όλα θα πεθάνουν,
μονάχα οι λέξεις παίρνουν παράταση,
σ’ αυτό η εφημερία της ποιήσεως στέκει, 
φάρος Ρεθύμνου--
Που τη ζωή ελπίζει με λέξεις να παρατείνει. 

kostis nil - Εφημερία ποιήσεως - Μάρτιος 2000

22 Μαΐου 2020

Η θάλασσα: του Κοστίς και Κοστίς

* στους Ποιητές: Κωστή και Κωστή!

Ζύγωνα, όπως φαίνεται απ’ τα χαρτιά της θάλασσας
Το κύμα που με κυνηγούσε, μπροστά μου,
Νερά κρύα και φανταχτερά,- ιδέστε τα κρύα σάβανα,
Μέσα εκεί των ονείρων η κάθε τύχη, άτυχη προσβολή.

Ονομάτισα τον εαυτό μου, δίνοντας όνομα πουλιού
Πολύ διάσημο -να το ειπώ-  αλμπατρός.
Στα φτερά μου ή δανειζόμενος τα φανταχτερά φτερά του,
Το πέταγμα του ή χαμένος στο απέραντο μπλάβο σταυρό.

Όσο ζύγωνα τη θάλασσα, εκείνη χαρμοχαιρόταν
Τα χαρτιά μου, με τις φράσεις, απ’ τα παράξενα κρωξίματα
Μάταια σαν όλα ή σαν την πιο επωφελή ελπίδα,
Μάταια η θάλασσα ή το ποίημα που χρόνια μ' αλυσοδένει.

Να ’ναι τα κύματα εκείνα πού, τυφλά και θεόρατα αυλακώνουν
Άραγε στέκονται με τις γλώσσες, ξέχειλες απ’ πάνω μου,
Να ’ναι παλιά σινιάλα πού, σαν κακοφορμισμένα αστεία
Μου προμηνούσαν κι εγώ παράβλεπα, φοβούμενος τους οιωνούς.

Σε κάθε περίσταση, το άδειο του αθώρητου, άδειο τ' ουρανού
Εδώ στα μεσοπέλαγα, της τρανής θάλασσας μου,
Εδώ κολυμπώντας ή σαν αβοήθητος σε ξεχασμένο κύμα
Με λούζουν, μαχαίρια των κυμάτων, φρυχτές πιο ενσαρκώσεις.

Εδώ τώρα που τα σκέφτομαι, όλα απαρηγόρητος
Τα σωσίβια μου, σαν παράφορες αγάπες μ’ αγκαλιάζουν
Εδώ απέκοψαν ή ταξιδεύουν κατά μόνας,
Σε νέο καταφύγιο, σε φωλιές νεοσσών, σ' έρημο νησί κλειούν.

Με θλίψη το λέω, χάθηκαν οι εξ ευωνύμων σύντροφοί μου
Τα πρόσωπα π’ αγάπησα σ’ αυτό το αμάραντο ταξίδι,
Άδηλα η πυξίδα, της θάλασσας της τρυφερής όπως φαντάστηκα,
Αληλογαγώθηκαν ή κρέμονται απ' στόματα Λερναίας Ύδρας.

Τα χέρια δεν αφήνω, μαζί σου να πλαγιάσουν, θάλασσα μου
Προτιμώ στο βυθό να πάρω τες ανέγνωμες αναμνήσεις,
Τα μυστικά μου -τα πιο παράξενα- του άφαντου ταξιδιού,
Των ανέμων, των γλάρων, π’ ακόμα στο κόσμο μου, συνοδοιπορούν.

Kostis nil – Η θάλασσα: του Κοστίς και Κοστίς – Μάιος 2020




18 Μαΐου 2020

Ο κύκλος με τα άνθη


Μαραίνονται τ’ άνθη που φέτος μια μυρωδιά
Εκείνα που άδοξα έσβησαν --
Σ’ ανείπωτο χρόνο σε κάμπους περιπλανήθηκαν
Κι όσα γλύτωσαν του μαρασμού --
Κάποιοι καρποί άδραξαν της ευκαιρίας
κι άρχισαν να μ’ αναζητούν.

Για φέτος η θαλάσσια αύρα, των κήπων
Ευχάριστο χαμόγελο συγκαταλέγεται.
Ο ουρανός μετρά όπως κάθε χρονιά καρπούς,
και τα χαμόγελα του θέρους.
Με τρόπο φυσικό, μέτρησε και τα κίτρινα στάχυα,
Πριν τ' αναρίθμητα δειλινά
Κόψουν το λώρο: απ' την πανάρχαια αγάπη της προδοσίας.

Στις άκρες ανάμεσα σε πεζούλια,
Σε ριζιμιές πέτρες που τα ρυάκια στροβιλίζουν.
Μοιάζουν: γυμνής νεράϊδιας τα στήθη,
αεικίνητη στέκει, κοιτάζει τα μακριά της μαλλιά --
την υπέροχη κοιλιά της!
Ασυνήθιστα όπως κάθε χρονιά:
Ο κύκλο με τ’ άνθη, οι πλούσιοι καρποί
Πάρε με, μαζί σου μέχρι τη θάλασσα,
ή στον θάνατο τον ακατάδεκτο,
Κι ο έρωτάς μου, δώρο πενιχρό, στα εγκόσμια γενέθλια σου.

Kostis niI – Ο κύκλος με τα άνθη – Μάιος 2020

17 Μαΐου 2020

Ακρόαση


Μια λάμψη αντανακλά το τερατόμορφο τοπίο
χτυπούν αδήριτα δόντια --
στόματα λεόντων που καρτερούν,
μάτια γουρλωμένα, κάτω απ’ επικούρεια σκηνή.

Ανάκρουσμα οι άναρθρες κραυγές, εξαντλούνται
η αίθουσα μαγική σαν εικόνα --
η οχλοβοή όπως χλιμιντράνε δεκάδες άλογα,
Γέγονται χταπόδια, γέγονται τερατόμορφα τέρατα.

Μ’ άλλη χροιά: ο χρόνος λειαίνεται απ’ την φθορά
η παρωδία ενός άγευστου απογεύματος.
Άδειασαν ξαφνικά: όπως, κεντρικοί λεωφόροι,
Και μόνο τα φώτα,
Και μόνο σε περιήγηση γάτες ανυποψίαστες.

Ολόκληρο το σώμα,- αποτραβηγμένο σαν φλέβα χρυσού,
μεταβάλλονται τα παλαιά υποκείμενα των θαυμάτων.
Πλειάδα ενώπιον:
πρόθυμοι να προσέλθουν, ενώπιον,
κάθε τόσο ακρόαση, ενωπίω --
Πλανιέται παντού, ο ευανάγνωστος αναγνώστης. 

Η καλή μου διάθεση δεν είναι σαγηνευτική,
Μονάχα μια ραγισμένη καρδιά.
Ανάμεσα σε φίλους που έσπευσαν να με συγχαρούν,
Με την λησμονιά, τόσο, των παιδικών αναμνήσεων,
Εν μέσω αυτοσαρκασμού, εν μέσω παραμορφωμένων γέγονε.

Kostis nil – Ακρόαση – Μάιος 2020

14 Μαΐου 2020

Στιλέντια


Η ερωτική ζωή ομοιάζει με ρόδα που γυρνάει
Η σάρκα και το χέρι, βλέπουν πιο μακριά στον ουρανό
Εκείνη πάντα, απ’ το ανοιχτό παράθυρο.
Απείρως άνθρακας, των πιο γλυκών ονείρων.

Δεν κρύβονται σ’ άλλη αόρατη σελίδα,
Άνθη, που ζούνε με κρυφή καρδιά.
Ω γλυκιά μου, κάποτε ο ερχομό σου,
Τον ύπνο σου, εδώ κοιμάται --
Πάντα σου, έβρισκες να σ’ αγαπούν.

Λατρεύω απείρως να σ’ ονειρεύομαι –
την σκοτεινή έκσταση που υφαρπάζει
Θεά, απερίσκεπτα συ, βρέθηκες
σαν πρώτη μου φορά,
το μυστικό μου κλέβουν, πνίγουν το ρόδο μου.

Άχρονες νότες όσες απόμειναν για να θυμάμαι,
Άχρονο δώρο σαν το βλέπεις,
Κάπως έτσι, έγειρε κι αγκάλιασε τα σύννεφα,
Με μια γλυκύτητα, πίσω στα άνθη,
Πάντα αναρωτιόμουν για την μοναχική στιγμή
πόνος που ξεγελά,- το πρόσωπό μου
Η σφίγγα, μ’ επιθυμίες, με τ’ άψογα στιλέντια.

Kostis nil – Στιλέντια – Μάιος 2020

11 Μαΐου 2020

Έναν ύμνο


Έναν ύμνο: σαν κυματισμός της θάλασσας
Που τα ταξίδια τα εύπορα, ξέβρασε,
Μα συνεχίζει, με ποιόν άλλον,- τον εαυτό του
Ποιόν άλλον - ατρόμητο - πάνω στα μαβιά κύματα.

Έναν ύμνο: σαν κυματισμός που τώρα κοιμάται
Σαν ιστορία απόπνοη ξέμεινε,
Δέθηκαν όλα, στο βαρούλκο της άγκυρας,
Χάρτες, πυξίδες, γέρικα κορμιά,- βασανισμένα.

Έναν ύμνο: πάντα η σκέψη φέρνει στο νου
Ο ύμνος με κατακλύζει,
Εμείς αποχωρώντας και με περίσκεψη,
Απ’ την πρώτη κορφή, νηστικοί και βρεγμένοι.

Έναν ύμνο: θα κολυμπά στο παρών και το μέλλον
Μερόνυχτα γι' άλλες θολοθώρες ακτές,
Δίχως συντρόφους, μαργαριτάρια,
Μονάχο του, θ' απλώνεται το γυμνό κορμί.

Έναν ύμνο: σε περιπλάνηση,- αδιόρατο
Εκείνη η ακτή με τ' ατσαλένια νεύρα της,
Θ' ακολουθήσει ξίφος, στην άλλη όψη της σελήνης,
Εμένα με φαντάστηκα, να κείτομαι: Προμηθέας στα βότσαλα.

Kostis nil – Έναν ύμνο – Μάιος 2020


10 Μαΐου 2020

Η σκιά του δέντρου


Τη βαθιά μου, σκιά, ένα πουλί                    
Και μόνο τα φύλλα, πυκνά των δέντρων        
που νύχτες άραχλες, χωρίς φεγγάρι,                            
από εκεί πέρασε μαζί, το μαύρο πουλί.                                                 

Η μνήμη,- δεν είναι να ιστορώ.
Το τραγούδι,- μόνο του ξεχασμένο.
Τα γραπτά,- σαν απόξενο σύμπαν.
Κάποτε, όλα εκείνα που καρτερούν:                 
ένας μονόλογος για το φεγγάρι,                                 
ύμνος για το ποτάμι --
τ’ αηδόνι και μια μάνα φτωχή.

Η σάρκα μου δεν έχει στόμα ανοιχτό,
δεν έχει σπαθιά και λέξεις --
διακρίνονται μόνο σκιές μέσα απ’ τα δέντρα.
Η δυστυχία μου, μόνο μαύρο πουλί
μέσα απ’ τα μαύρα δέντρα.
Η ευτυχία μου, μόνο όνειρα,
κλαδάκια που κρέμονται σ’ αόρατες κλωστές.

Απ’ τα ξένα έρχομαι,- είπε το μαύρο πουλί
κουβάλησε τη σκιά μου.
Κι όλα τα δαχτυλίδια μου, έπεσαν στο νερό,
κι ήχοι σκόρπισαν των φτερών μου --
κι η σκιά του δέντρου, πηγαίνει καταής στο ποτάμι.


Kostis nil – Η σκιά του δέντρου – Μάιος 2020


5 Μαΐου 2020

Σελίδες


Τη βαθιά αναπνοή του χρόνου,
έφερνε ο αγέρας,- μια κουβαλούσε.
Η χάρη που μ’ έκανε, 
να επινοώ: προβάλλοντας διαρκεί προσωπεία.
Με συνοδεύει πάντα ο άδειος ίσκιος,- έννοιες 
καθώς τ’ αποφθέγματα --
Ένας ήλιος, όταν έχει ήλιο, χωρίς να γνωρίζει
διατρέχει το τελικό παραμύθι μου.

Όταν καταπλακώνομαι απ’ τις μαύρες σελίδες
ο ουρανός βαρύς,- κι ένα ζώο, 
όμοιο μ’ επαγρύπνηση, αποκρύβει την δόξα μου.
Και μόνο προϊστορικές τοιχογραφίες, άσβηστες λόγου
Βροντές κι άγριες φωνές,
Κατά πως, η διάσπαση μου, όπως σπάει η πέτρα.

Με χρώματα σκληρά στις παλάμες,
αυτές επινόησαν τον αθέατο θάνατός μας.
Γεννήθηκα ως φαίνεται σε μια άλλη χώρα,
με την μυρουδιά των φρεσκοβαμμένων σελίδων
βουτηγμένες στο παράπονο.
Τώρα πια, στα χέρια μου,- συμβαίνει καμιά φορά
ν’ ανακατεύεται κι η αχλή του φεγγαριού.

Kostis nil – Σελίδες – Μάιος 2020