24 Σεπτεμβρίου 2020

Το μαχαίρι

 

Με λαμπερά και νεκρά του,- τα μάτια
(πάνω στα ίδια μαχαίρια ταξίδευαν τα καράβια!)
στου δωματίου το φως, πού, φρέσκο --
Ο ήλιος κατ’ εξαίρεση βάδιζε στα τυφλά,
μέσα απ’ ένα παράθυρο, συνάντησε το σώμα --
Το σώμα με ησυχία, άγγιξε τον καθρέπτη του!
 
Όσο απόσβηναν οι περίλαμπρες αχτίνες,
και ουρανός πλησίαζε με προσήνεια.                             
Γαλάζια έλλειψη νερού, έφεραν οι παλάμες
Ένα γύρω σαν στάλες, κρέμονταν τα διαμάντια,
ψίθυροι αδημονούσαν πάνω απ’ τη θλίψη,
Σε μια νέα κοιλάδα, περίβρεχη απ’ αστέρια.
 
Ήταν άγγελος: φρουρούσε τους αγγέλους!
κάτω απ’ τη λάμψη που τώρα ταύροι.
Αρχέγονη χαρά της βροχής!
Σαν η βροχή της τελευταίας μέρας,                
πάνω απ’ το δέντρο το πολύκαρπο,
κι ένα κοράκι κατάμαυρο πάνω στο πτώμα!
 
Μοναχά τώρα, η στιγμή,- δαιμονισμένη!
αδιανόητη συνάθροιση στη γλαύκα ημέρα --
Στο γυμνό κορμί πού,- ανθοστόλιστη κοίτη
με λαμπερά και νεκρά του,- τα μάτια.
Απειροστό το σημάδι στη πληγή,- ανάβλυζε
Ξυράφιζε ο αγέρας, ξυράφισε το μαχαίρι!
 
Kostis nil - Το μαχαίρι - Σεπτέμβριος 2020
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου