15 Ιουνίου 2016

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΝΑΣ κι Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΝΑΣ

αρισμένο/Εγκαίνια
 Μουσείο της Ελεύθερνας/Καλό σου Ταξίδι
αρισμένο στους Ανασκαφείς/Σκαπανείς/Μαμούνια
 Ελεύθερνας/Αρχαίας Ελεύθερνας (Πρινέ)

* Προπαντός Χαρισμένο/Αρχαιολόγο
  Νίκο Σταμπολίδη

Φωνή/Ποιητή

Ήταν καιρός, ψιλόβρεχε, τη γη γλυκοφιλούσε
Ήρθε σιμά μου η έγνοια σου και τάραξε το βιός μου
Δεν είχα ύπνο κι άργησα να δω
Κι αν δω, δε δω εκείνο τον καιρό με ’κείνα τα κατάρτια
Δίχως πανιά
Να δω πανιά από μακριά
Κι από κοντά να σφίξω στην αγκάλη μου, την αγκαλιά σου
Γιατί έχει γράψει πόνο το στρατί
Βήμα το βήμα σου ακούραστο
Γιατί ’χει όνειρο κι ελπίδα το σκαρί
Έχει νερό και παξιμάδι
Γιατί οι νεκροί μας καρτερούν
Και πρέπει να βιαστούμε
Σ’ είδα μια μέρα σκοτεινή να χάνεσαι
Να ψήνεσαι στον πυρετό, ήταν ο ίδιος ο καιρός
Είχε 'να ήλιο σκοτεινό
Είχες το χέρι απλωμένο, μα μόνο αγέρας φύσαγε
Είχες το πρόσωπο ψηλά, μα καρτερικό, ποιος ξέρει
Ήσουνα εσύ, σε είδα
Άγνωστη γυναίκα, Λυγερή, Ψιλόκορμη
Φορούσες μαύρα, ολόμαυρα, όπου λιποθυμούσαν
Είχες τα μάτια σου βουβά και δάκρυ δε κυλούσε
Όνειρο πρέπει να ’ταν, μα ο πόλεμος πιο φοβερός
Όλα της μοίρας τα κακά, της τύχης τυλιγάδι
Κι όσα καλά στο δρόμο σου εγώ να σου χαρίσω

Κόρη της Ελεύθερνας/Λυγερόκορμη

Ήμουν παιδί ξυπόλυτο, στα όρη ακλουθούσα
Έτσι η τύχη διαρμίστηκε τον δρόμο που επήρα
Κι άνοιξα την αγκάλη μου και περπατώ με χάρη
Σιμά σας είναι η ζωή, σιμά χαμόγελά μου
Μα εγώ βασιλικό κρατώ στα ξεραμένα χείλη
Μυρίζω τον, μυρίζει με, με τη στοργή τη μύρια

Μα ποιο να 'ναι το καράβι, με ποιο καράβι, ποια κατάρτια
Με ποια πανιά, με ποιες φουρτούνες εμπρός μου
Πιο φοβερό σκοτάδι, μέσα σε μπόρα
Και ποιος σε θεόρατα κύματα ν’ αντισταθεί
Ήμουνα παιδούλα, δε γνώριζα τον ποιητή
Ήμουνα παιδούλα, φάνηκε σαν γέρασε ο ποιητής
Τι μου 'πε, τι του 'πα, και τι σιωπή
Άνοιξα την πόρτα τριάντα μερών, χρονών, αιώνων, ποιος ξέρει
Βγήκα σε λιόφυτο χωράφι
Πουλάκια, για βγέστε εκεί, ψηλά, χορέψτε στα κλαδάκια
Κελάηδημακελάηδισμα κι ο νιος του νου, κι ο γιος που καρτερεί

Γιατί αετέ μου τρυφερέ, γιατί αγκάλη τόση
Γιατί ο πόνος που βαστά στα κάλλη όπου τα ’χεις
Δεν ήξερες ποτέ, πόσο θα με πικράνεις
Πόσο η ζωή, ας είναι, αν η ζωή έχει σκαρί
Θα φέρει και θα πάρει, αν είναι ποτάμι α λάβρο
Αν νέμεσης βρεθεί να δώσει την ευχή της
Ωσάν ο αγέρας πέρδικα, αγέρας φτερουγίζει
Και μαντεμό στο λιγερμό στ' αστέρια που φεγγίζουν
Πεινώ, διψώ, έχω βλέμμα στεγνό, βλέμμα γερτό
Μα πες μου δα, μα πες μου ποιητή
Δε γνώριζες, δε γνώριζα, και γιάντα πάντα πλάθεις
Γιατί ρε φίλε νοητέ, παράμερα μου στέκεις
Γιατί στα αλήθεια με πονείς, γιατί με συμβουλεύεις
Γιατί δε σβήνεις απ’ τη ζωή, γιατί για πάντα γράφεις

Φωνή/Ποιητή

Είμαι εγώ ο ποιητής και στέκω απ’ Ομήρου
Είμαι εγώ, το δάκρυ που κυλά, που σταματά και πάλι
Είμαι εγώ που πάλι κρυφά και φανερά σου στέκω
Μα βλέπεις τυφλό με θέλουνε, για της ψυχής τα μύρια
Είμ' εγώ που και τολμώ στα μάτια τα δικά σου
Κι ακλουθώ τη μοναξιά, κι ακλουθώ με πείσμα
Εσένα βρήκα όμορφη μια μέρα στο λιοφύτη
Πουλάκια πέταγαν παντού κι ο ήλιος σκαλωμένος
Νιος, μα νιος σου μίλησε, γιος, ο Σγουροστάφυλος

Σγουροστάφυλος/Αρχαιολόγος

Νερό που πίνουν τα πουλιά, σύκο που το βυζαίνουν
Κοιτάτε όμορφη εμιλιά, γλυκιά ’ναι σαν το μέλι
Κι όμορφη, Λυγερόκορμη που βρέθηκε εμπρός μου
Ξυπόλυτη, μακρύ το φόρεμα, το πόδι το χαϊδεύει
Τα μάγουλα, τα τσίνορα, τα μάτια, η εμιλιά της
Πες μου γλυκιά μου εμιλιά, ποιο είναι τ' όνομά σου

Κόρη της Ελεύθερνας/Λυγερόκορμη

Κοίτα Σγουροστάφυλε, στα όρη τους βοσκούς μας
Δρυάδες, δρυάδες, μες στην άγρια ομορφιά, που μόνο καρτεράνε
Και τα λουλούδια, λουλούδια, λουλούδι μου να σε μυρίσω
Σαν τρέχεις ολόγυρα, με τα χρυσά σου τα φτερά, Θεά μου

Θεά μου είναι η Μέλισσα, χρυσή Θεά, χρυσόμελι
Και σεργιανάω την όμορφη πόλη, σαν είμαι χάδι της
Κι έπειτα το κέντημα στο φόρεμα μου, αραχνοϋφαντο
Και τα μαλλιά μου τα σγουρά, απαλά χαϊδεύει ο άνεμος
Είμαι η κόρη της Ελεύθερνας, έπρεπε να το κατέχεις
Είμαι εδώ στα χέρια σας, χρόνια κρυμμένη σε σπηλιάρι
Περίμενα, περίμενα ώσπου, μα ποιος είσαι Σγουροστάφυλε
Μ’ άγγιξες μου φαίνεται, κι αμέσως φως, κι αγέρας
Εικόνες με δεντρά, ελιές, λουλούδια, μέλισσες, μελισσάκι μου
Να κι ο Λιγαρές, κι ανθρώποι, κι απ’ το χωριό μου η Πλατεία
Σ' άκουγα Σγουροστάφυλε, μες το βαθύ τον ύπνο μου
Με ’κείνο, τ’ αέρινο χέρι, ανάλαφρο, φυσά απ’ της Μαδάρες
Και μου κτυπά, να μου κτυπάν, ν’ ανοίξω παραθύρι
Γλυκά μου ψιθυρίζεις
Κι εγώ από τον ύπνο το βαθύ, καιρός ν’ αποταυρίσω

Να ’μαι στο φως στα μάτια σας, Ίδια, η Λυγερόκορμη
Είμαι η Κόρη της Ελεύθερνας, και της Πλατείας μυστικό
Βρήκα την εμιλιά μου, μα η δικιά σας, μες τη σιωπή
Εδώ πιο κάτω, απ' το νέο σπίτι κι άλλα μωρά αβάπτιστα
Ιστορίες, μες τις φασκιές, με δάκρυ τυλιγμένες
Μα εσείς τη μοναξιά μου την καλή, αιώνων ανακαλείτε
Παράπονα, παράπονο, άλλο απ’ τη μοναξιά μου, πράμα
Ευχαριστώ σε Σγουροστάφυλε, κι όλα τα Χωριανάκια
Κι όλους εσάς που η μοναξιά, το βλέμμα, το ταξίδι
Με φως, το βλέπω φως, χρυσόμελο, Θεά η Μέλισσά μου
Και την ασπίδα περήφανη, που με φυλάσσει απ’ έχτρες

Καλό ταξίδι να ’χουμε, Θεά μου, Μέλισσά μου 
Στα πέρατα του κόσμου
Με φόρτωμα τη ρίγανη, φασκόμηλο, χαμόμηλο
Νερό απ’ αρολίθους, κι ελιές μας οι αιωνόβιες 
Ροδιές και πικροδάφνες 
Και χαρουπιές - τις μυγδαλιές να μη ξεχάσω

Μα ως ειν ψηλά περήφανος ο Ψηλορείτης
Περήφανη,στεφανωμένη η Δόξα μας.


Kostis nil - Κόρη της Ελεύθερνας - Ιούνης 2016

1 σχόλιο:

  1. Και με εστειλες πάλι εκεί πίσω στο μουσείο τα ξανά είδα πάλι από την αρχή. .. αλλά κάπως αλλιώς αυτή την φορά. ..

    ΑπάντησηΔιαγραφή