31 Μαρτίου 2020

ΙΙ.-- Μαρία Τριανταφυλλιά με το ψευδώνυμο


Τα μάτια είναι θλιμμένα,- σ’ άνθος
Μαρία Τριανταφυλλιά με το ψευδώνυμο
Σαν από άνθος αργά μαραίνει
Τα μάτια σου είναι σαν βροχή.

Τα χείλη είναι φτερά,- αποσβήνουν
Μαρία Τριανταφυλλιά, η άγνωστη
Σαν από άνθος, κρυμμένο στο κόρφο
Τα μάτια σου χλωμά,- τρυφερά.

Τα χείλη είναι κρασί,- τα χείλη σου
Μαρία Τριανταφυλλιά με το ψευδώνυμο
Κανείς δεν δοκίμασε, του έρωτα
Μόνο η θλίψη στα μάτια,- έρωντάς μου.

Πίσω απ’ την κουρτίνα, παρέκει
Μαρία Τριανταφυλλιά, γυμνή στο κάδρο
Μια ήσυχη γυναίκα, ολόγδυμνη
Μαρία Τριανταφυλλιά με το ψευδώνυμο.

Kostis – ΙΙ.-- Μαρία Τριανταφυλλιά με το ψευδώνυμο – Μάρτιος 2020




29 Μαρτίου 2020

Εξ αντιγραφής


Φορώντας την εναέρια στολή μου:
τ’ άστρα,
Απ’ ένα, υπεράνθρωπο χέρι (λένε) σχεδιασμένη –
μ’ οδηγίες χρήσεων, ύστερα απ’ το ηλιοβασίλεμα,
μ’ έκλειψη σημειώσεων, στο πέτο.

Κλαίουσες, π’ άφθαρτα ανεμίζουν,
η επίσημη πανδημία, απ’ υλικά που φθάρικαν:
ως απρόβλεπτοι μαρτυρικοί κανόνες --
Στο σωρό, εν μέσω της διαφήμισης των οκτώ.

Κρέμες ενυδάτωσης, αντισηπτικών,- συνοδεύουν
τα χέρια μου, απ’ ανάγκη,
τα μάτια που, αγκαλιάζουν,- θα 'λεγες μια αγάπη
Κάτω απ’ τα πόδια μου, μια γης συνορεύει,--
πάνω απ’ το κεφάλι ο ουρανός.
Πολύχρωμα, ενδιάμεσα, κελαηδούν τα πουλιά.

Φλέγονται οι παρούσες στιγμές,
ένα βλέμμα σαν το δικό μου σιωπηρά αποβασιλεύει
Κάποτε οι ρύμες ενός ποιήματος.
Κάποτε εξ αντιγραφής, ένα ρομαντικό ποταμάκι
σήμερα μόνο, προς το ξημέρωμα,
Ονόματί σου, παγκόσμια εικασία.

Του έρωτα σεπτές δοξασίες, ύστερα απ’ μια --
τυχαία συνάντηση.
Του πνεύματος δήθεν μοναχική προσβολή,
Χαρμόσυνες στιγμές που χρυσά κι αυτές αποσβήνουν
όμως παράδοξα μια πτώση.

Σε πτώση τα δάνεια λόγου και τέχνης:
Ηρώων που παρελαύνουν άθελά τους,
σημεία των μαθηματικού λόγου,
αοριστίες οχτώ, ως αοριστίες αδιόρατου ελέγχου --
Έλεγχος ενός μόνο, ζωικού αποφθέγματος.

Κουβαλώντας η γκαμήλα πανάκριβους ύβους,
προσμετρά τις ερήμους.
Περίφημες πάντα, οι άδειες σελίδες της άμμου,
περίφημη η επαναλαμβανόμενη: νεκρολογία,
Μάρτιος 2020.
Τ’ άνθη πεσμένα, σαν σπαρτά του θέρους κείτονται,
Παρά ποτέ, αγκάθια,- λαλούν το θλιπτικό άρωμά τους.

Kostis nil – Εξ αντιγραφής – Μάρτιος 2020


26 Μαρτίου 2020

Σκιάς όναρ άνθρωπος


Και είναι μια μέρα, σαν τις άλλες,
τη μια έβρεχε, ίσως την άλλη εύκαιρος --
Ο ήλιος στάλαζε με ζήλο,
τα χείλη πού, απ' ντροπή,- εύλογα διψούσαν!
Τα μάτια πού, παράξενα, με τις λοξές ματιές.

Μου είπαν πως πέρα, σε τόπο μακρινό
τόσο κοντά με τον δικό μου.
Σκιάς όναρ άνθρωπος: σε περιπλάνηση
Όλοι τον γνώριζαν,
Είχε μακριά, τα γένια: χρόνον δεν γνώριζε --
Μια γέννα δίχως άλλο, τον είχε εξαγνίσει.

Αυτός ο άνθρωπος δεν σήκωσε
βλέφαρο, πάνω απ’ μια πηγή --
κι έμοιαζε να ’ναι, μια ροή.
Τα χείλη του εύλογα διψούσαν,
Τα μάτια του παράξενα, με τις λοξές ματιές.

Η ιστορία χάνεται,- για αιώνες
Ο άνθρωπος, χάνεται στη ιστορία
Το πρόσωπο του,--
Το πρόσωπό του, έπειτα σαν χάθηκε,
Χάθηκε ανάμεσα σε ιστορίες, ανάμεσα σ' ανθρώπους.

Κι ήλιος συνέχιζε,- στάλαζε σε υφαντά,
με μια αχτίνα αλλιώτικη,
στο υφαντό σαν έσταξε, πηχτή σαν αίμα!
Και μιας: κύλισε σε κείνη την πηγή,
που τ' άστρα έδειχναν, να μη στερεύει.
Ενίοτε, στο φως της μέρας περιπλανιόταν: σε δρόμους άρρητους.

Kostis nil – Σκιάς όναρ άνθρωπος: σε περιπλάνηση – Μάρτιος 2020


25 Μαρτίου 2020

Μετρώντας τις μέρες


Η θλίψη φαίνεται να κατεβαίνει
φορώντας τα ασύγοντα,- καλά της
ενός καιρού: μάσκες και γάντια
που η ψυχή από μέσα, χρόνια απέκρυβε.

Κακόφωτος ο δρόμος με σκαλέρια
γυμνό, τ’ ανθισμένο του δίχτυ
τ’ αεράκι που κόπιαζε, για να δροσίσει
σκότισαν όλα, κι ολόμαυρα προμηνούσαν. 

Άνθη ποιος: γνωρίζει ποιος: πόνο αβάστακτο
παπαρούνες άσκοπα, βαριά πεισμώνουν
σε σπίτια, μαραμένες κείτοντες ανθοδέσμες
κοιτούν εδώ, απ’ εκεί: με θλίψη τ’ άρωμά τους.

Άδοξο αστέρι, με παράπονο είναι τ’ αγόρι
δίχως τα ματόκλαδα, να τρεμοπαίζουν
με χάρη, εσένα, άτρωτα, γιγάντια φτερά
μιας ζήσης: των λαμπερών σου αναμνήσεων.

Όλα τα ονόματα, έγιναν φωτεινές σκιές
σαν άνθη χλωρά, σιγοσβήνουν
πάντα απ’ εκεί θα έρχεται η γλυκιά θύμηση 
κυκλική τροχιά, στο δάσος το χρυσωμένο. 

Ροή του μελαγχολικού χρόνου 
ένας ιός, στα σκοτεινά διαπραγματεύεται 
που τώρα πια χάριν, πικρό ένα τραγούδι 
δικό σου, εις ανάμνηση, για την αέναη επιστροφή.

kostis nil - Μετρώντας τις μέρες - Μάρτης 2020





21 Μαρτίου 2020

Παρτιτούρα της άνοιξης


Κενοί στα τέσσερα σημεία
στο έλεος του αγέρα --
ορφανή μου, εσύ,- μια λέξη
το δάκρυ σου επιστρέφει,
καθώς οι αχτίνες του απογεύματος αποτραβιούνται
τα μάτια της ψυχής αποτραβιούνται,
χωρίς, καμία αγάπη του έρωτος --
χάρτινος αετός των ονείρων μας.

Μια νύχτα προς το πρωί,
και καθώς φαίνεται, αργά έρχεται η νέα γιορτή
σήμερα πρωί, πρωί,
η νέα γιορτή συνεχίζει --
να, το κοτσύφι το ερωτευμένο στις πέντε το πρωί --
βγήκε και τραγούδησε τον έρωτά του. 

Η κίτρινη μύτη του κοτσυφού:
δεν ήταν ποτέ ένα όνειρο, ποτέ ζωγραφιά ψεύτικη
μα το τραγούδι, το λέει και χάνεται στη λαγκαδιά
στις παρτιτούρες του νερού
κι έτσι η νύμφη του έρωτα συναντάει εκτός κοτσυφούς
και μέλισσες που με τ' άνθη μαλλιοτραβιούνται. 

Μα είναι απόγευμα και είπε:
η αχτίνα που αποχωρούσε, κάπως το είπε:
δεν έχεις πολύ χρόνο γιατί πρέπει να κρυφτώ,
πίσω από εκείνο το δέντρο που ομοιάζει,- ψηλό βουνό
πίσω απ' εκείνο το κύμα,
που ήδη:
γλάροι κείτονται νεκροί,
νεκροί και πλέουν --
πλέουν και ταξιδεύουν. 

Αυτό το ταξίδι δεν είχε ποτέ πυξίδα
δεν είχε ποτέ στο τιμόνι
μόνο το ποίημα μου έχει,-- τα έχει όλα --
ωσότου, ωσότου η κάλπικη έπαρσή του
λιώσει απ' τις κακουχίες του χρόνου,
σβήσει την καρδιά και το σώμα της, 
--τα ουσιαστικά και τα ρήματα.
Την καρδιά μου που εδώ, σήμερα πρωί
απ' τις κακουχίες τις μοναχικές --
με μανία η πλούσια άνοιξη, με τ' άνθη της τανύζει! 

kostis nil - Παρτιτούρα της άνοιξης - Μάρτιος 2020


19 Μαρτίου 2020

Μπέργκαμο!

*στους νεκρούς του Μπέργκαμο!

Κι αδειάζει η ψυχή τα φτερά της
πάνω στο κύμα,
που τα μάτια μου αδυνατούν να σκεφτούν
αδυνατούν να δουν: επέκεινα,- Ω! πόλης.

Θαρρώ δυο μάτια - είχες - και μια πύλη
με εξαίρεση τον Βιργίλιο: θλιμμένο ποιητή,
που μονάχα με την αοιδό, ενεφανίσθη
εκείνη την κρυφή,
που μόνο πληγή στα σκώθια, μόνο σύνεση
μόνο ατμός ενός ηφαιστείου, και κραυγές λύτρωσης --
Πάνω απ' τα αποκοιμισμένα κορμιά, 
φτερούγες πετούσαν,
εβδομήντα χακί καμιόνια, μετέφεραν το πένθιμο βήμα τους.

Ριγούν τα φτερά,
ραγίζουν μετέπειτα τα φτερά
ηλιόφτερα σπασμένα φτερά --
Πριν λίγα πρωινά, ένας σπίνος,
πάνω σ' ένα πανύψηλο κλαδί καθόταν, 
της άνοιξης ανθισμένο --
Λίγωσε χωρίς γουλιά, χωρίς αοιδό
και μες στη γη: την καρπερή, τυφλώθηκε. 

Κι άνοιξε μια οπή,- δισήμαντη
αμαλγάματος,
Πέραν του τοπικού σημείου, πού,- ήλιος έδυε
Πέραν του χρονικού σημείου, πού,- έπνιγε η σιωπή
Όνομα μιας πόλης, επέκεινα σκεπασμένη --
Σάβανο αδιόρατο!
Μπέργκαμο, Μπέργκαμο, Μπέργκαμο!

Kostis nil Μπέργκαμο! – 19 Μαρτίου 2020


14 Μαρτίου 2020

Η χαίτη της λευκής φοράδας


Σκυμμένος πάνω απ’ ένα τραγούδι
κάτοπτρα του καθημερινού λόγου,
Κοντολογίς: η θεία κίνηση της αρμονία,
μπλεγμένη με αρχαίες ερωτικές τραγωδίες.

Ο τρόπος γραφής,- δαιδαλώδεις οι γρίφοι 
απ' τα μάτια που ταξιδεύουν --
εγκλείουν: ένα ξίφος, του ήρωα
Φορτωμένος με τους καρπούς του πικραμένου δάσους,
δυο ληστές καταπώς αλληλοχαιρετιούνται.

Κουβεντιάζω με την φρονιμάδα των λουλουδιών
Τη γύρη, που χάβει
Του έρωτα: πουλιά σαν νυχτοπερπατούν στο λεμονοδάσος
Την τήξη του σύμπαντος,
και το  κορμί το πορφυρό γεμάτο ηδονικές στιγμές!

Αναμαλλιασμένο γυναικείο γλυπτό, μέσα στην αγκάλη
βλεφαρίδες με τις βαθιές σκιές
Οι σκιές που αστοχούν πάνω στο τοίχο,
ρυάκια χωρίς ύλη, οδηγούνται στη καταστροφή
Το πρόσωπο εκείνο, πρόσωπό σου,- κρυφό λουλούδι.

Μέσα εκεί στην επίσημη εκφορά, διπλή σιωπή
Έλιωσαν τα άνθη του σπαρτού,
ευδαιμονική γεύση, υπηρέτησαν τ' άλικα φιλιά
με την φανταστική αφήγηση
Τη χαίτη τη λευκή, φοράδας από χρυσάφι,                                
στον κύκλο: τον αφόρητα καρποφόρο.

Kostis nil – Η χαίτη της λευκής φοράδας – Μάρτιος 2020



9 Μαρτίου 2020

Του έρωτα· η μπάντα: μια μουσική


Του έρωτα· η μπάντα: μια μουσική
είναι ένα μακρύ βραχιόλι
η βροχή τραγούδησε αξημέρωτα
έτρεξαν ψίθυροι, φύτρωσε ένα λουλούδι.

Ένα τραγούδι φευ, είναι το λουλούδι
καταραμένη πούνε η βροχή
σε κείνο το νερό της βροχής, λόγιασέ με
τραγούδησε, τραγούδησέ μου.

Μια στάλα κομμάτια, πίστεψέ με
γιατί δρόμος με θλίψη,- είναι κραυγή
του ανθρώπου μοναχικού, σαν εμένα
χάντρες χρυσές - φωτεινές, π' αναβοσβήνουν.

Έλα, κάτω απ’ τη βροχή,- την πολυάνθεμη
Με ’κείνο το δίχτυ, τ’ απόλυτα σιωπηλό
άναψε κι σβήσε τη φωτιά
έλα, έλα μοναχική και σβήσε τη βροχή.

Έλα τώρα που βρέχει, η μουσική
τώρα έλα, ή φύγε, ακροπατώντας
πάλι το βράδυ ξαφνικά, μην έρθει η κραυγή
χόρεψε ως ξέρεις, μαζί μου, μες στη βροχή.

Του έρωτα κράτησε, θαλερή σταγόνα
που η μπάντα μου για σε, παρέσυρε
βρέχει, θα βρέχει αγαπημένη
με τις σταγόνες σου γένει μου η πληγή.

Τρέχω, τρέχω, και λαχανιάζω
Τρέχω για να προφτάσω την μουσική
τη βροχή εκείνη που σαν λιγοστέψει
των ματιών σου εμένα κατηγορεί.

Μίλα μου, μα: τρέξε ήρθε η βροχή
έξω απ’ το παραθύρι σου, λουλούδι
έλα έλα σαν τις σταγόνες της βροχής
φύγε, κι έλα: ντύσου την μουσική,- τη βροχή.

Kostis nil – Του έρωτα· η μπάντα: μια μουσική – Μάρτιος 2020



8 Μαρτίου 2020

Όταν ρεύει το ποτάμι


Όταν ρεύει το ποτάμι,
και δεν διακρίνεται αν είναι του θεού--
Όσο και τούτη τη φορά, το δυσδιάκριτο ταξίδι
δεν διακρίνονται τα μάτια του θεού--
ή του ανθρώπου, αν καίνε.
Δεν διακρίνεται η μαγεία, η άγρυπνη πατημασιά του λαγού
Άγγελος πάλλευκος, ονειρεμένα σαν τραγουδεί!

Μια ασημένια αστραπή μόνο διακρίνεται,
απ’ σφάγια κριαριών,- το πάλλευκο χιόνι εκτινάσσεται.
Κι έρχονται απ’ μακριά μουσώνες,
ευχές και κατάρες:
Θολά άστρα που περιέργως φυτεύουν κεραυνούς.

Ένας πύργος στο βάθος με φαντάσματα,
η κυκλική τροχιά μιας ακτίνας,- μυστήριο!
Δεν αγνοούνται, σχήμα - χρώμα του φεγγαριού,
με την αποκάτω αυλή των περιττών θαυμάτων
Ούτε τα μουρτζούφλικα δρομολόγια των πλοίων,
οι γλάροι που τυχαίως μεσολαβούν.

Η φυγή, μελαγχολική: μια πού,- άλλος κύκλος,
άλλος κόκκος, μονάχα ένας
διαπραγματεύεται συμπτώσεις.
Η ροή του μελαγχολικού χρόνου ανεπίληπτη
Χάριν εμού και του θεού,- Αενάως.
Χάριν του πανούργου θεού!
και των ανεξήγητων θέλγητρων, όσο άσημων,- τόσο ένδοξων ποιητών.

Το ταξίδι αυτό υποχρεωτικά διαρκεί
Μύθοι περιπεπλεγμένοι,
Αδιάλειπτη μεταμόρφωση μιας προνύμφης,
Το μυστικό της πλέξης (απ' έξω - μέσα) του μεταξοσκώληκα,
Σακούλι των πρόσκαιρων αναμνήσεων--
Έπεα πτερόεντα κι όνειρα μιας πεντάρας, που περιέργως ριγούν.

Kostis nil – Όταν ρέβει το ποτάμι – Μάρτιος 2020