31 Μαρτίου 2019

Πουλιά φτεροκοπούν


Είμαι του κάμπου πουλί, φωλιά δεν μαρτυρεί
Είμαι της ερήμου η γης, με κόπο κωπηλατεί
Βάδισμα μοναχικό, στάλα, στάλα, υπηρέτης
Γλώσσα του σώματός μου, σώμα μου άγουρο

Ρόγες, σταφύλι ζουμερό ως μίσχος
Οι διαθέσεις των πουλιών γύρω φτεροκοπούν
Προηγείται δώρο και δωρεά, κραυγή μέχρι τέλους
Το τραγούδι μου συγκινεί, η σφαίρα σου ταξιδεύει

Kostis nil – Πουλιά φτεροκοπούν – Μάιος 2008


30 Μαρτίου 2019

Υπέρ οίνου


Απ’ το πρωί μια άψογη μέρα
Σηκώθηκε μετά δυσκολίας, μάτια πρησμένα
Άψογα, τραγκλάει μέρα μεσημέρι
μια χορογραφία εκτελεί, προαπαιτούμενο της δόξης ποσί

Μα δέστε φωσφορίζουν μάτια, μέρα μεσημέρι
Ψαχουλεύοντας στα επίσημα εκδορεία της οδού Αθηνάς
Με τεθλασμένη γραμμή ξυστά ο σαλίγκαρος
Θυμήθηκε ως φαίνεται το γέννημά του
Διήνυσε εικόνα ραγισμένη, της ψυχής
Εκεί εμπρός τώρα πεσμένος, αμέθυστος, αγέλαστος
Με πόδι περονιασμένο, προσφορά, θυμίαμα πεζοδρομίου

Kostis nil – Υπέρ οίνου – Νοέμβριος 2003


29 Μαρτίου 2019

Στα σκότη φίδι άδει

*στον Παύλο Φύσσα

Ο καθένας απόρησε, όταν στο δρόμο
Βγήκαν οι λύκοι φορώντας ψιλοντάκουνα
Να μη βλέπουμε, αυτιά να μην ακούνε
Μόνο το μαχαίρι κρίνο του αίματός μας

Ο ουρανός έσκυψε το κεφάλι λυπημένος
Εκείνος με μάτια σχημάτισε ένα κύκλο
Ύψωσε τα χέρια 
Έπειτα θαρρώ εκείνο το βλέμμα
Γραμμές φωτεινές, που, έκρυβαν πληγές

Χωρίς αιδώ το μαχαίρι περιπλέκεται
Μπήξε και στρίψε, τόσο βαθιά
Κι ένα σεντόνι ξεδίπλωνε, βαρύ το σύννεφο
Ουρανός σκληρός, σύννεφο σταλαγμένο

Η μπάρα έγειρε χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή
Έτοιμο απ’ ώρα, μαχαίρι αμανίκωτο 
Το αίμα λύθηκε πάνω στο στήθος
Αντίπερα μαύρα τείχη, στα σκότη φίδι άδει

Kostis nil – Στα σκότη φίδι άδει – Φλεβάρης 2019

26 Μαρτίου 2019

Το μέγα παζάρι


Αυτή η λαϊκή, με βρακιά κρεμασμένα ως τρόπαια
Όσο και να μη θες, τίποτα δε φεύγει απ’ το μυαλό σου
Αυτό το ύφασμα απ’ κινέζου το σκουφί, μεταξοσκώληκας  
Φιγούρες περιτριγυρίζουν το σανίδι του πάγκου
Γύρω,,, πορτακάλια μήλα, ψάρια ολόφρεσκα, κρομμύδια
Βότανα και λαχανικά, 
ντομάτες σκοτωμένες με φυτοφάρμακα, στο σωρό

Στους καρπούς καθρεπτίζονται οι εργάτες της γης
Στους καρπούς και τις ρίζες, στις απαρχές εκείνη η γραφή

Λωτοφάγοι κυριαρχούν, φωνές, γελωτοποιοί με σκίτσα αθάνατα
Θέατρο η βουή, πάγκοι και τέντες, ζυγαριές ακριβείας κλείνουν το μάτι
Γριές και γέροι σέρνοντας τσέρουκλα, περιδιαβαίνουν της μαρτυρίας
μ' αβρότητα φορτώνουν, μετρούν τα ψιλά
Κι έπειτα σεμνά αποχωρούν απ’ το μέγα παζάρι, της λαϊκής αλεπούς

Kostis nil – Το μέγα παζάρι  – Μάρτιος 2019


25 Μαρτίου 2019

smart, το μπαστούνι του τυφλού ποιητή



ψάχνοντας διακαώς το ποίημα της άμμου, που ξυπόλυτος
με σύνεση το σύμπαν διαβαίνει προσμετρώντας τον εαυτό του
το ποτάμι ενάλιο, λειαίνεται αενάως με τριβές
με σκηνές ανεπανάληπτες
πριν το ορατό μάτι του κόσμου με ιστορίες περιγράψει

μια κορδέλα σκοτεινή ψηλά αιωρείται, διάτυπο εκείνο το σύμπαν
χυτά σώματα και νόμοι, άστρων η λάμψη
στην κοιλιά της σκοτεινής κοιλάδας και τα γραφτά των σοφών
τα ευαγγέλια
στην άβυσσος δίχτυ, δίχτυ το σκοτεινό ταξιδεύει
κομήτες που, απ’ τα τρύπια δίχτυα μας λάβροι, διαφεύγουν

ψηλά και σκοτεινά, δεμένοι όλοι, σφιχτά από ένα αόρατο φιογκάκι
όλα τα όντα, σ’ αυτή την αλυσίδα που γεννήθηκε απ’ το νερό
κι ας μην έφτασε ποτέ ο χρυσοκέντητος χρόνος να μιλήσει
παρά μόνο το ποίημα της άμμου, οικιοθελώς
αενάως η παράσταση στέκει, οι παραβάτες, οι άπληστοι νόμοι
η αρχή, η μέση και το τέλος της αβύσσου
τ' απέριττα σώματα των λαμπρών άστρων που διατρέχουν τ’ άπειρο

πάτησα ξυπόλυτος το καλοκαίρι την κινούμενη άμμο
χρύσιζε κι ολόκαυτη προμηνούσε το βαθύ ένστικτό της
με το μπαστούνι του τυφλού ποιητή, χάραξα το διαμάντι της άμμου
εδώ και κείθε μια διαδρομή, με πίστη άνοιξα μια τρύπα
ανατύπωσα την τρύπα του χάους
ιδού, αμέτρητοι κόκκοι
αποκομμένοι απ’ χαράκια και βράχια, κάποιων ακτών
ασύλληπτων βουνών
τριμμένοι στις παρυφές ενός ταξιδιού
λειασμένοι από κρούσεις και συγκρούσεις

το φερτό ταξίδι έφτασε ως εδώ, συναντήθηκα μαζί του στη παραλία
και τώρα εδώ, με τα πέντε μου δάχτυλα ανακάτεψα
πήρα μια χούφτα άμμο, στη χούφτα μου όλη η ιστορία
το ανεξήγητο χάδι
κι άφησα έπειτα να τρέξουν οι κόκκοι σαν νερό
απ’ τα τρύπια δάχτυλα μου διέφυγαν
ξανάσμιξαν με το ποίημα της άμμου, τους χρυσούς κόκκους του σύμπαντος

μπροστά μας το κύμα της θάλασσας δοκιμάζει, παίζει, βυθίζει
συνάμα, εκείνη η σκοτεινή κορδέλα του σύμπαντος παραμονεύει
η μαγεία μένει, ψηλά στον ουράνιο θόλο
το κορμί μου απ’ κάτω, χυτό σαν τους κομήτες με κόπο περιπλανιέται
με περιστροφές του ήλιου, που αδέκαστος γύρω απ’ τη σκιά μου σβουρίζει

διακαώς αυτό είναι το ποίημα της άμμου
το ποίημα το νέο ή το ποίημα το παλαιό
που με φωνήεντα και σύμφωνα στοιχίζει στ' όνομα Μπόρχες
το ποίημα του τυφλού, το ποίημα των εχθρών
που πάντα τυφλό θα οδεύει, πάντα άπιστο
κι άμμος καυτή θα καίει, θ’ αλλάζει μορφή

σαν το μικρό μου ραβδί, τ’ ασήμαντο
πιστό αντίγραφο και χρειαζούμενο
smart
μ’ απορίες και γνώση, εκτιθέμενο στις απέραντες αμουδερές του σώματός μου

Kostis nil - smart, το μπαστούνι του τυφλού ποιητή - Μάρτιος 2019

23 Μαρτίου 2019

τα παραμύθια του νερού


*στον Βαρδή μας

Αύριο ξεκίνησα, μα τι παράλογη μέρα με τα πουλιά να φεύγουν
Αύριο λέω να γυρίσω στους Χαράκους, στο ποτάμι π’ άφησα
Τα παπούτσια έχω στον ώμο, ξυπόλητος θα μπω στους κολύμπους
Κάπου εκεί μια ανθισμένη αμυγδαλιά, είμαι ακόμα παιδί μου λέει
Φορώ τα πολύχρωμα άνθη της, μ’ αυτά η φαντασία μου ζεσταίνει
κι ήλιος, παραλίες και θάλασσες δεν έφτασαν, για να ζεστάνουν

Θα επιστρέφω στο τόπο που γεννήθηκα, στην κάτω κρύα βρύση
Αυτό το ταξίδι πηγαίνει πίσω, σε κατατόπια
Θα ψάξω να βρω τον λάκκο του ψόφιου κουλουκιού μας
Κάτι θα θυμηθώ για τα ζάλα, τα χωμάτινα μονοπάτια
Τις πηγές που κατεβαίνουν, τους Ελάρους, των βοσκών τα βουνά
την κορφή του Ψηλορείτη 
Την κακοτράχαλη κατσιφάρα που καπνίζοντας με ταξιδεύει

Λουλούδι ανθισμένο το είπαμε, το σπίτι μας, η αμυγδαλιά
Δυο οι λεμονιές, τα πιο γλυκά κίτρα στου Παντελή το μύλο
Μάρωπα με σκουλί και μια ξενικιά που δεν ξεχνιέται
Το κλάμα εκείνου του μωρού στην Καμάρα, τ' ακούω, δεν αρναίει
Στη κόψη το μαχαίρι, πηγαίνει κι έρχεται πάντα με την ευχή,
Θα κόβει μόνο ψωμί, θα μοιράζεται τη λίγωση, τη γέμωση
τις τηγανιτές πατάτες των παιδικών μας χρόνων
Τα παραμύθια του νερού που άφθονα γεμίζουν τα στήθη μας

Kostis nil – τα παραμύθια του νερού – Μάρτιος 2019

21 Μαρτίου 2019

ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, Ο ΛΟΓΟΣ


*δια των έργων των ποιητών

όταν του λόγου, ο λόγος
μια λέξη μονάχα
άνθος θα κρέμεται απ’ τα χείλη σου
τότε, φωτιά κι ένα μαχαίρι
θα λάμψει στο βάθος των ματιών σου
και μετά γεννηθήτω, δια των έργων των ποιητών
των εργατών του φωτός, της δάφνης

φευ, η παρούσα αγκάλη πάνω στα ολόλευκα φτερά σου
όσο φως, όσο γης, όσο όνειρο
και κανείς τυφλός, ουρανού, γης
μηδέποτε δυνηθεί, ν’ αγγίξει πυκνό σκοτάδι

και μηδέ πείνα, μηδέ πόνος, μηδέ εξάντληση
μέσα στην αστραπή, στη βροντή, στο κύμα
παντού, παντού όπου είσαι, ψυχή μου και φως
εφ’ όσον πορευθείτε, μεθ’ εμού
δια των έργων των ποιητών
των εργατών του φωτός, της δάφνης

και τότε, ο λόγος του λόγου σου
πανάκριβη λευτεριά θα κυματίζει
μέσα στες χώρες, στα ποτάμια, στες λίμνες, στα βουνά
απανταχού στους ανθρώπους, στον ίδιο σου τον εαυτό

Kostis nil - του λόγου, ο λόγος - Σεπτέμβριος 2007


13 Μαρτίου 2019

βρέξει δε βρέξει, ήλιο με ήλιο



κλειστό το στόμα, δεν τραγουδιέσαι φωνή μου
καίγεσαι παρτιτούρα, φορτωμένη με βρώμικους στίχους
κι όταν παρέρχομαι χλευάζω την απληστία μου
στη σκόνη τα ρούχα μου, τυφλός μ’ ολόμαυρα γυαλιά

για πρώτη φορά, σκόνη αιωρείται γύρω απ’ το κορμί μου
άυπνος στο ταξίδι, με μια μαχαιριά η σάρκα πέρα ως πέρα
πίσω στην ξενιτιά, σαν ταμπούρλο η ξεριζωμένη καρδιά
ξερά τα φύλλα, ξεροί οι καρποί, σαπίζει το φτωχό δεντρί

απ’ την θηλιά κρεμόταν το λουλούδι, το βελούδινο
και το κορμί που αιωρείται, φοράει χρυσοκέντητο χιτώνα
αποξεραίνεσαι σαν καλαμιά στο κάμπο. Ω! Βασιλέα
δίχως σκιανιάδα, άσκεπος, μια που η ώρα σου μεσουρανεί

μια νότα μόνο αντέχει, χορεύει πάνω στα φτερά μου
αυτή θα σου πω, βρέξει δε βρέξει, ήλιο με ήλιο

ένα πουλί, μια φορά είχε καμένη ουρά
λέει, τι λέει, τρώει δεν τρώει, πίνει δεν πίνει νερό
απ’ χαμηλά αναπιάνει κι αναθυμάται
ένα διαμάντι κυλά, και καθώς λαβωμένο
πιάνει τουμπερλέκι του γύφτου για αρχή,
στο κατόπι
κονσέρτο, με λύρα, βιολί και κλαρίνο, κι αποτρελαίνεται

Kostis nil – βρέξει δε βρέξει, ήλιο με ήλιο – Μάρτιος 2019


12 Μαρτίου 2019

στα δίχτυα μου, πιάστηκα

*στη Βάσω, το κορίτσι μου!


κάτω απ’ το χρόνο της νιότης περπάτησα
για κάποιο λόγο μιλήσαμε
με κραγιόν έφυγε η πρώτη γραμμή προς τα πάνω
στο διάφανο είναι ακόμα το φιλί σου
τα δάχτυλά σου
είναι όλα εκεί γύρω, μια ζωγραφιά

τα νιάτα σου λάμπουν κι αναπολώ
είναι π’ αγάπησα
ότι σ’ αγάπησα, ήπια καφέ μαζί σου
σε κάποιο καφέ, αν θυμάμαι στο καφέ Φοντάνα
μόνο μ’ ένα χαμόγελο
και στο χέρι ένα τριαντάφυλλο
η άλλη όψη, σύσταση του έρωτα
ναός του Ερεχθείου

από τότε οι γραμμές πάνω στα χείλη
χρώμα που δεν ξεβάφει
κάτι σαν μετόπη, άπειρα φύλλα
κατακόκκινα τριαντάφυλλα ξεφυλλίζουν

μέσα ’κει ξεχνιέμαι,
ίσως να ταξιδεύω ακόμη με την τριήρη
στο μεσιανό κατάρτι ολόδετος, πάλι Οδυσσέας
μόνος μου δέθηκα
νόστος για το γυμνό κορμί σου
στιγμές, που όταν κοιτάζω το βυθό της θάλασσας
στα δίχτυα μου πιάστηκα, εκείνα των ονείρων

Kostis nil - στα δίχτυα μου, πιάστηκα - Άνοιξης 2019

10 Μαρτίου 2019

Κάψα του έρωτα


Μου είπαν πως, δε θα ’χα τύχη, για κείνο το γυμνό κορμί
Μυστήρια της ομορφιάς, εκείνα που προκαλούν τον πόθο
Δηλοί, ίσως ανήκουστα, κι αν πρέπει με φιγούρες
Εκείνη φιόγκος, σαν μαγλινό που ξεγλιστράει, όστρακο
Κι απ’ θάλασσα λέξεις, μια μόνο, που μόνο εκείνη εξιστορεί
Βουβά τ’ ανέμου, σαν μεσοφόρι η οπτασία, μες στην αυλή μου
Χορός, γυμνά τα πόδια, έτσι η άρπα χάιδευε το σιγανό τραγούδι

Μα πόσα σχήματα κατέρρευσαν σαν πρώτη μου φορά, κόσμοι
Λέξεις δεν γνώρισα τόσο χάρτινες που να ’λιωσαν σε φάμπρικες
Σαν πέρασα εκείνα, όσα: τα τόξα, σκίτσα, γυμνά του ηφαιστείου
Παρέδωσα εν μια νυκτί, σε μια βραδιά: βραχειά του έρωτα η βεντάλια
Τη σάρκα την αφόρητη, τη σάρκα, που μες την κάψα λιανίζει το λιοπύρι

Kostis nil -  κάψα του έρωτα - Άνοιξης 2019

5 Μαρτίου 2019

ασημένιο μου, τρένο


Κολυμπούν τα γυμνά φύλλα του φθινόπωρου
οι ηλιόχρωμες ράγες τρέχουν σαν παραμύθι
έτρεξα να σε προφτάσω, φωνάζοντας μ’ αγωνία
ασημένιο μου, τρένο
που πάνω σου, η νύχτα αντιφεγγίζει τα νερά της
αυτά που, μες στην κοιλιά του φεγγαριού σταλιάζουν

πάντα θα αισθάνομαι αιχμάλωτος, πάνω σε ξυράφια
σε ξένο κορμί, σε ξένο ψωμί, σε ξένο μαχαίρι που σφάζει
χιλιάδες φορές πέταξα, προς τα πίσω τα φτερά μου
εκεί στον άβαφτο τοίχο, ποταμός 

στον καθρέπτης εκείνο το σώμα, χρόνια ρέει
μετά πήρα το τρένο, που σφύριζε πάνω στο πάγο
μυστικά, μου τα πήρε όλα ο αέρας, όπως τα μαλλιά μου 
κι οι χτύποι της καρδιάς ορφανοί, ξενυχτούν τον δικό μας νεκρό
και μόνο ο ήλιος ήταν εκεί, ρίχνοντας ματιές προς τα πίσω

πριν το ξημέρωμα, τα βλέφαρα κουρασμένα θα κλείσουν
δεν ξεπαγώνουν τόσο εύκολα του χρόνου οι λεπτοδείχτες
μ’ ένα σεντόνι, η σκόνη σκέπασε και την αποψινή βραδιά
άδοξα σώμα μαρτυράς κι ας κουβαλάς άσηπτο τ’ όνομα σου.

Kostis nil – ασημένιο μου, τρένο – Μάρτιος 2019

3 Μαρτίου 2019

Το κορίτσι, το λένε Άννα


*στην δικιά μας, Άννα!

Πολλές φορές σε κοίταξα, πρόσωπό μου
Άννα σε λένε, κοιτάζεις έξω απ’ το παραθύρι
Λάμπεις σαν λάμπει ο ήλιος, μια ηλιαχτίδα
Με βλέμμα που, σαν αναδεύεις θάλασσα
Βαθιά η φωνή, βαθιά η ψυχή, κρατήσου Άννα

Μια μέρα που, άδικα αντώνυμα σε περιπλάνηση
Το σώμα δοκίμασε ένα λουλούδι
Στα πέταλα μια μαργαρίτας, χορεύεις άνοιξη
Χορεύει τ’ αγέρι, χορεύουν κλώνοι, τ’ όνομά σου
Άννα με λένε, Άννα σε λένε, πολύ σ’ αγαπάμε

Kostis nil - το κορίτσι, το λένε Άννα - Άνοιξη 2019

1 Μαρτίου 2019

η άνοιξης, των πλουσίων ανθέων



η άνοιξη, όφειλε να τιμηθεί από έρωτα
ως άνθος, από κάμπο εις κάμπο, τυλιγμένη σε αιμάτινο λόγο
αλλά η ψυχή, η μάνα κι ο πατέρας, του, θα είναι πάντα εκεί
ως έρωτας του κάμπου, των πλουσίων ανθέων
με τις ευωδιές, που όλες οι άνοιξες ευωδίασαν
την ημέρα εκείνη της γέννας, πάντα παρούσες

ανασκουμπωμένα, μες το αίμα τα χέρια της μαμής
κρυούτσικα χεράκια έτρεμαν, τα χείλη έφεραν αέρινο αναφιλητό
η μάνα αγκάλιασε το μωρό, έκλαψε

Εκείνος που αγάπησε από έρωτα, δε γνώριζε τι λογής
καμία εγκυκλοπαίδεια δεν εισήγαγε
όστις η φύσης του θαύματος, άνθος, μήτρα, αίμα και φως
μάρτυρας μου η άνοιξη, το αίμα, τα χέρια, το φως
εσαεί οδηγός των θαυμάτων, των πλουσίων ανθέων, η άνοιξης

Kostis nil - η άνοιξης, των πλουσίων ανθέων - Απρίλιος 2005