Κολυμπούν
τα γυμνά φύλλα του φθινόπωρου
οι
ηλιόχρωμες ράγες τρέχουν σαν παραμύθι
έτρεξα
να σε προφτάσω, φωνάζοντας μ’ αγωνία
ασημένιο
μου, τρένο
που
πάνω σου, η νύχτα αντιφεγγίζει τα νερά της
αυτά
που, μες στην κοιλιά του φεγγαριού σταλιάζουν
πάντα
θα αισθάνομαι αιχμάλωτος, πάνω σε ξυράφια
σε
ξένο κορμί, σε ξένο ψωμί, σε ξένο μαχαίρι που σφάζει
χιλιάδες
φορές πέταξα, προς τα πίσω τα φτερά μου
εκεί
στον άβαφτο τοίχο, ποταμός
στον
καθρέπτης εκείνο το σώμα, χρόνια ρέει
μετά
πήρα το τρένο, που σφύριζε πάνω στο πάγο
μυστικά,
μου τα πήρε όλα ο αέρας, όπως τα μαλλιά μου
κι οι χτύποι της καρδιάς ορφανοί, ξενυχτούν τον δικό μας νεκρό
κι οι χτύποι της καρδιάς ορφανοί, ξενυχτούν τον δικό μας νεκρό
και
μόνο ο ήλιος ήταν εκεί, ρίχνοντας ματιές προς τα πίσω
πριν
το ξημέρωμα, τα βλέφαρα κουρασμένα θα κλείσουν
δεν
ξεπαγώνουν τόσο εύκολα του χρόνου οι λεπτοδείχτες
μ’
ένα σεντόνι, η σκόνη σκέπασε και την αποψινή βραδιά
άδοξα σώμα μαρτυράς κι ας κουβαλάς άσηπτο τ’ όνομα σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου