31 Δεκεμβρίου 2018

κάθε μου μέρα


μια μελωδία τραγούδησε με τον δικό της τρόπο, την μοναξιά μου
με την ίδια μοναξιά, τ’ άστρα κουβαλάνε βουβά την μελωδία τους
κι ο έρωτας κουρσεύει
με τέτοιους διασκελισμούς το πρόσωπό μου κλειδώνει

είναι απόγευμα, νέος καμβάς με μαργαρίτες
ώριμος πια, σαν τ’ άστρα που ταξιδεύουν πάνω απ’ γιοφύρια
ξέρουν να μην χάνονται, ξέρουν να κολυμπούν

γυμνοί ερωτιδείς μελωδούν, κόσμος του έρωτα σου
τα χείλη σφραγίζουν
ανασυσταίνεται ο χρόνος της νιότης
ο πιο διάσημος
για τ’ άλλο μισό πρόσωπό σου, την κάθε μέρα
για τ’ άλλο μισό πρόσωπό μου, την κάθε στιγμή

Kostis nil – κάθε μου μέρα – Δεκέμβριος 2018


28 Δεκεμβρίου 2018

παραμύθια του νερού και του χρόνου

Αυτό είναι το πιο βροχερό μέρος στη Γη: Πέφτουν 12 μέτρα νερού το χρόνο [εικόνες

παραμύθια του νερού και του χρόνου

*στον Θοδωρή Κοντομάρη


κρατώντας στο χέρι μου ένα μολύβι κι ένα φύλλο
γίνομαι νερό
ταξιδεύω με την βροχή, ταξιδεύω με τον ήλιο
ατέλειωτοι καρποί πάνω σε λευκές σελίδες
στις απαρχές 
στις όχθες των προγόνων
στο μέτωπο που, ήλιος άναβε, ήλιος έσβηνε
έτσι ο ιδρώτας ασήμωνε από χαραυγή, σε χαραυγή
ώριμους καρπούς
φορτίο ασήκωτο π’ αστράφτει
ορατό μάτι που ο θρίαμβος του, εσώκλειστο σε βιβλίο

τα παλαιά μας όνειρα, ποιήματα νοερά 
έχουν μέσα τα μύρια, μικρές και μεγάλες ιστορίες
παππούδων τα βλέμματα
εικόνες λατρευτές του έρωτα, υφασμένες
τον γυρισμό του Οδυσσέα στην μαγευτική Ιθάκη

πλάστηκαν όλα από πηλό, και σκόρπισαν
ακόμα κι όταν ο νους πετάει, η φωνή μου πίσω
ακούγεται βουβά ο φωνόλογος
δεντρί που σειέται
λέξεις θα παραμείνουν, κουφέτα
στο πέτο μου, βασιλικός πλατύφυλλος  
το σημάδι του σώματος σου, στολισμένο

βιβλίο νέο θ’ ανοίξει και κάπου, μακρινές σιωπές
μια κουτσουνάρα
είμαι νερό απ’ τη βροχή και μόλις στερέψω
είμαι ακτίνα του ήλιου και μόλις στερέψω
ο ήλιος θα ’πει, καίω σαν κεραμίδι
το νερό θα 'πει, είμαι κρούσταλλο
κρύβομαι μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, σ’ άγνωστη σελίδα
αύριο, με χρόνια, περνώντας οι αιώνες
καθώς θα κιτρινίζουν όλα γύρω, σαν φύλλα φθινοπώρου
ένα χέρι παιδικό, θα πιει το νερό
θα γίνει σοφό
φωναχτά θα διαβάσει
τις λέξεις που μες στο μυαλό, χωρίς καμία παρουσία
κάτι απ’ τα παιγνίδια της τύχης
της μοίρας των ανθρώπων
και σαν πουλιά θα πετάξουμε, όλοι μαζί
απροειδοποίητα 

κι ο πλάστης, γέρων πια 
τυφλός  
ξανά θα θυμηθεί το χρόνο
τη λαλιά τ’ αηδονιού στο ρυάκι  
το νερό που τρέχει, με τα πιο ξακουστά παραμύθια του

Kostis nil - παραμύθια του νερού και του χρόνου - Δεκέμβριος 2018


27 Δεκεμβρίου 2018

το βάρος του δέντρου

δέντρο, ονειροκρίτης, ξεραμένο δέντρο, πράσινο δέντρο

το βάρος του δέντρου

μονάχα σαν τραγουδήσεις, το δημοτικό σου τραγούδι
στο ρυθμό και τη λεπτότητα, του κοτσυφού της άνοιξης
αυτό που, μοιρολόι της γιαγιάς στις άγονες πλαγιές
χαράζεις με νέο διαμάντι και παίρνεις ρούμπο
αυτό είναι το τρανό τραγούδι, που τόσο καρτερεί τη ζήση

γιατί μια σβούρα, ξεγύμνωσαν την αγκαλιά μου
όνειρα που μπορεί να ξεχάστηκαν, το φόρεμά σου
γυμνό το κορμί σου στη μέση του δρόμου
μόνο τα ψέματα σαν παγόδες
να, μόνο ψες, τράβηξα τον άσσο γύφτο
και πάνω στο μαύρο μπαστούνι, γραμμένη η μοίρα μου

ναι, σκιαγράφησα το μαχαίρι που θα βάψει τα χείλη μου
θα στάξει το αίμα του
θα στάξει
θα ψάχνει εναγωνίως
ναι, σκιαγράφησα το τραγούδι που αντί για μαχαίρι 
αντίδωρο, αντίδωρο
αυτό θα τραγουδώ

ένα μουρμουρητό είναι το ποτάμι
ένα μουρμουρητό είναι η φωτιά
ένα μουρμουρητό οι τελευταίες λέξεις
ένα μουρμουρητό οι πρώτες
οι πατημασιές, πάνω και κάτω στη γη

στον έρωτα μου, μ’ αυτά κολάστηκα
που σαν καρφιά του Ιούδα, τα μάγουλα τρυπούν
και σαν κορμοί δέντρων που έχουν πέσει
κανείς δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος του δέντρου
εδώ κάτω θα κείτομαι σαν εκείνο το δέντρο, νεκρός, ζωντανός

Kostis nil - το βάρος του δέντρου - Δεκέμβριος 2018

19 Δεκεμβρίου 2018

καλά Χριστούγεννα, Χόρχε Λουίς



καλά Χριστούγεννα, Χόρσε Λουίς

*στον Jorge Luis Borges


αισθάνομαι την γλώσσα σου, θάλασσα
Jorge Luis Borges
των άπειρων κυμάτων, των θαλασσών π’ ανοίγονται
που μόνο φτερουγίζουν, στα βάθη μιας αβύσσου

πλατιά και μυστικά, τα μυστικά σου
ως· χωρομέτρες κινούν και πλέουν
στα διαστήματα εκείνες οι σιωπές, π’ αναλογούν
μετρούν, μιαν άπειρη προσέγγιση, μετάγγιση

κι ας παράξενο φανεί, στο ριζικό μας
ορίζουν φίλους μας, κι αυτός ο ένας, ο Δον Κιχώτης
και πέρα ακόμη, τυφλά, δεν είναι γράμματα
είναι το μάτι του θεού, των θαλασσών περιγραφές
που με μαχαίρι, με σπαθί, τυφλά το αίμα κόβουν

με τέτοιες λέξεις φονικές, το ξάφρισμα  
κι ακόμα, μιας Οδύσσειας τα νέα τιμαλφή
λίθοι πολύτιμοι, πανάκριβοι, θα ρέουν τα ποιήματα

και πίσω, πίσω, αόρατο εκείνο το σημάδι
εκείνος αφανής, δικό μας το μολύβι της υφής
μ' ανυπάκουος, μεταφραστής ο ποιητής, κι ας
κομμένη, ραμμένη η ανάσα του, βρήκε την λέξη

εκείνη της μετάφρασης, την τωρινή, στη νέα θάλασσά μας
καλά Χριστούγεννα, Χόρχε Λουίς, καλά Χριστούγεννα

Kostis nil - καλά Χριστούγεννα, Χόρχε Λουίς - Δεκέμβριος 2018

16 Δεκεμβρίου 2018

ο φάρος που μ’ αγναντεύει

Alexandroupolis, Greece - Lighthouse.jpg
*στο Στέλιο, Κατερίνα, Αλεξάνδρα

Έλαχε ’κείνο το ταξίδι, σαν λόγος γδαρτός
Δεν σημαδεύει η τύχη, τυχαία, τ' άνθος
Φάρος απ’ ψηλά, μακριά, μ’ αγναντεύει
Αλεξανδρούπολη κι εγώ σ’ αγναντεύω
Σε κοιτώ, μα πού κοιτάζει η βάρκα, πού

Συστολή σε ’κείνο τ’ αγόρι, σε ’κείνο το κορίτσι
Χόρευαν τα χρώματά τους, στο φως
Κι η τύχη κάπου ξεμένει, η νύχτα πάντα παγώνει
Κι όποιος
Σαν νυχτοπούλι έξω ξωμένει, ονειρεύεται
Πού πας κύμα μακρινό, δίχως κουπιά

Κράτησα εκείνο το βιβλίο, πρώτη φορά
Σ’ ένα παλιό λεωφορείο, βιβλίο να τρέμει
Ο πόνος μιας γέννας, στ' άγγιγμά της
Σαν βάρκα ταλαντεύει
Μα δάκρυ δεν βγήκε, σαν έσκυψα στη σελίδα
Στ' όνομά μου, στη τύχη, βρήκα ονόματα, κι ας

Μα η τύχη, κάτω απ’ τ’ άνθος στο καιρό της
Και σ’ ένα χαρτί, εκείνος που γράφει, πολύξερος
Μα 'γω ξέρω να γράφω, να μιλώ
Όταν ο λόγος του λόγου, μια λέξη μονάχα
Θα οργιστώ
Σαν είναι βάρκα στο ντόκο δεμένη

Μιλώ για τον Γκοτζιούλα, για Παρωρίτη
Και τ’ άνθος πού ξέρει, μ’ ανοιχτή τη ματιά

Μα δε σβήνει η μοίρα, γιατί το δάκρυ δεν σβήνει
Στη γέννα σου, σ’ άγγιξε μια σελίδα
Σ’ ένα παλιό Λεωφορείο, σαν να μου φαίνεται
γεννήθηκα
Σαν φυλαχτό μέσ’ στο παλιό βιβλίο, σφιχτά η ζωή μου
Θυμάμαι μετρώντας, μ’ ένα φράγκο φτωχό το ’γόρασα
Προσκέφαλό μου, πάντα, ο φάρος που μ’ αγναντεύει

Kostis nil – ο φάρος που μ’ αγναντεύει – Δεκέμβριος 2018


Της ζωής τιμαλφή

sot_mbushen_15_vjet_nga_tragje
*στον πνιγμό 71 Αλβανών στα στενά του Οτράντο
   /στον Κώστα Βαρώτσο, εικαστικό


Χορεύει το κύμα τα δάκτυλα του, γυάλινος δράκος
Ποιος το περίμενε, αυτή η θάλασσα που με σαγήνη
Κάθεται δίπλα μου σαν άνθρωπος και πλατσουρίζει
Ακούει πένθιμες φωνές, π’ αγέρας πληγώνει
Πένθιμη φωνή μου, με ποια κουράγια, θάρρητα  
Καταμεσής του πελάγους, δίχως κουπί, δίχως πανιά

Γλάρε, το φτερούγισμα σου, βεντάλια τ’ ανέμου
Βουτηγμένος στα νεύρα του γκρίζου κύματος
Με κατακόκκινα μάτια, π’ άψογα μεταλλάσσονται
Παγώνουν οι σταγόνες, στα ύψη, υπερίπτανται
Πνίγοντας αύτανδρα, ζωές εβδομήντα μία

Έτσι, σβήνει κι αφρίζει η ζωή, φτωχή μου Αλβανία
Γυαλί που τρέχει, μια στάλα φως, δεν θα τρυπώσει
Ανάσα να πνίγεσαι
Θάλασσα φουρτουνιασμένη πάνω στα όνειρα μας

Βουλιάζουν τα κατάρτια μας, ζωές μας απαρηγόρητες
Ποιος θα μοιρολογήσει, πάνω σ’ εκείνη τη σχεδία
Υγρό φέρετρο, κουφάρι ανασύρθηκε, έξω στα βράχια
Σαν μοιρολόι κρυφό, έξω απ’ την πόρτα μας

Παρασέρνεις κύμα τα τιμαλφή, σκουπίδια
Το κήτος κατάπιε τα σωθικά μου  
Χέρια σε εξύψωση, με ανοιχτές παλάμες ικετεύουν
Πριν ο Αχάροντας
Μες στη κοιλιά μου, άλμη της θάλασσας
Κρανία συντρόφων, κόκαλα τραγανισμένα

Ένα φτερό στη μακρινή στεριά, στριφογυρνάει
Γυαλί διάφανο, δάκρυ διάφανο αμπαρώνεσαι
Σκοτάδι με παίζει, το φως με παίζει, πλάνο ορφανό
Τυμπανίζουν οι τελευταίες κραυγές, δεν αποσβήνουν

Άφησε με να ταξιδέψω μαζί σου, έχω μαντήλι
Να πάρω ότι χωράει η αγκάλη, φτάνει να ’ρθω
Στα κύματα, στις ράχες, έχει καιρό για μοιρολόι
Γυαλί κοφτερό, εικόνα μισοπνιγμένη, αυγοτάραχο
Γέμισαν τα σωθικά μας παλιοσίδερα, και το κρανίο αλάτσι
Μου σιγοψιθύρισες θάλασσα, όχι αλλά όνειρα, ταξίδια

Kostis nil - της ζωής τιμαλφή - Δεκέμβριος 2018

13 Δεκεμβρίου 2018

πλάνη, ενός και τριών ήλιων


μία μέρα, θα μπορούσε να ’ναι, η πιο λαμπερή απ’ όλες τις μέρες
να ’χει, έναν ήλιο την αυγή, έναν να μεσουρανεί, κι ένα στη δύση
κι έτσι ακίνητοι για μια μέρα, τουλάχιστον οι τρεις ήλιοι
απ’ τις απαρχές του κόσμου, όλοι με καμάρι, το ίδιο θα έκαναν
θα λούζονταν, απ’ το πρωί έως το μεσημέρι και το βράδυ

ο δε άλλος εγώ, ο μοναδικός 
στη βιάση των δικών μου μονολόγων
σαν σβούρα γύρω απ’ τα κορμί μου, θα έκοβα βόλτες 
για ν’ αποδείξω
πτυχές ανεξιχνίαστες, των τριών ακίνητων ήλιων
άθλιες αλήθειες, μεγάλες και μικρές σκιές

Η αρχική μου σκέψη, φανταστική και παράλογη
μα καλύτερα που δεν υπάρχουν τρεις ήλιοι, παρά μονάχα ο ένας
λόγος, άλογος
νέες βιβλιοθήκες, βιβλία με νέες γραφές ξανά θα γραφόντουσαν
ακόντια και βέλη θα χανόντουσαν στο νέο θάμπος
καρφωμένα βέλη σε νέα στήθη θα όριζαν την νέα έκβαση
εκείνη την μοναδική σκιά που χρόνια τρέφει την ιστορία μας

πάντα στη δόξα του, επανέρχεται ο ήλιος
κάθε του μέρα, ξεφυλλίζει ιστορίες, απ’ ανατολή σε δύση
έτσι τον ανακάλυπταν και τα μικρά κορίτσια σε μια παραλία
έτσι γραφές με φως, σαν τον ήλιο
σ’ άμμο γραμμένες, μέχρι ένας παφλασμός απ' το κύμα
κι ο ήλιος συνεχίζει να λάμπει, αμέριμνος για τις γραφές
αμέριμνος για τον πηλό, την άλλη όψη του νερού

την άλλη γραφή, τη στερνή, για τον πεσόντα πολεμιστή
που άδικα μες στη σκιά του, Γκόλεμ περιφέρεται  
Κουβαλάει στους ώμους, βαριά την πανοπλία
Τον πόνο, για μια γουλιά νερό
Τον άλυτο γόρδιο δεσμό
Τη σκόνη του πρώτου ήλιου, απ’ το άρμα του Πατρόκλου
Τις περίπλοκες ιστορίες των μαχών που, αιώνες αιωρούνται
Την μαρτυρία στον μοναχικό του δρόμο
Την πλάνη, του ενός και μαζί των τριών ήλιων
Τους έρωτες σε κλωβό
Την άλλη φωνή του εκμαγείου της φύσης
Το πιο θαυμαστό ποτάμι του κόσμου, που με πίστη και θυμό βυθίζεται

Kostis nil - πλάνη, ενός και τριών ήλιων - Δεκέμβριος 2018


8 Δεκεμβρίου 2018

στοιχεία καθημερινότητας


έμοιαζε να παραμιλά, όπως όλα τα πρωινά
εδώ και καιρό, πάντα με κάποια θλίψη
ξέρεις, πάντα κάτι απουσιάζει, πάντα κάτι μας φορτώνει
είναι ενός υπερωκεάνιου φορτία, που μες τη φουρτούνα

σαν βγήκες έξω απ’ το σπίτι, με παγωμένες έγνοιες
φόρτισες εκείνο τ’ αγκάθι, κακού ονείρου σημάδι
πιο, από μαρασμό ενός εαυτού που, από στιγμή, σε στιγμή
στο κάτω, κάτω της γραφής ζήσαμε έτσι, ζήσαμε του ονείρου
με πάθος
με πλούσιες βεγόνιες, θαρρώ, χωρίς καμία μετατόπιση

εκτός απ’ εκείνες τις στιγμές που, ο νους φυλλομετρά  
κρούσταλα τα δάχτυλα σου
μετά τα νερά των σκέψεων σου, με κατακλύζουν
χάνονται σαν καθρέπτες, σ’ αόρατα δωμάτια
είμαι όμως ακόμα εδώ, στο πλάι σου, έχω απλώσει το χέρι περιμένοντας

Kostis nil - στοιχεία καθημερινότητας - Μάρτιος 2006

7 Δεκεμβρίου 2018

Αιματοκύλισμα της Ιστορίας



Οι αυτοκρατορίες έγιναν σκόνη, μα κανείς δεν το πίστεψε όταν ήρθε το τέλος
Χρόνια πέρασαν κι εκείνος ψηλά σ’ ένα μπαλκόνι
Αναθυμάται χρονολογίες που οι αυτοκρατορίες έγιναν σκόνη
Πρόκειται για τον άνθρωπο που, από τότε βαθιά μες στο σκοτάδι
Το πρόσωπο του βαθιά σ’ μαξιλάρι, αυτοσχέδιο με δυο κουβέρτες
Μετρούσε τα χρόνια που πέρασαν, κι ονειρευόταν αυτοκρατορίες

Σήκωσε το βλέμμα του, όπως θα σήκωνε κάποιος ένα σπαθί
Σπαθί δεν είχε δει, παρά μόνο μια φορά σε μια αιματοβαμμένη μάχη
Σήκωσε το βλέμμα του κι από ’κείνο το μαχαίρι, που, σφικτά
Κρατούσε τις στροφές, καθώς κατέβαινε με βίαιη κίνηση βαθιά στο σώμα
Το έμπηξε βαθιά μες την καρδιά, μιας ιστορίας που, αίμα τινάχτηκε φρικαλέα

Πετάω, πετάω, σαν να ’χω τεράστια φτερά
Πετάω, πετάω, σαν τα φτερά μου σιδερένια
Μα πως, είμαι μια μηχανή με σάρκα και οστά
Σιδερένιος σταυρός, σώμα μπηγμένο βαθιά στο χώμα

Ο χρόνος που, για την ευτυχισμένη δύση δεν έχει γίνει ακόμα σκόνη
Στο γύρισμα μιας εποχής κανείς δεν θυμάται το πίσω
Εκείνα τα σπαθιά, τα τραγούδια, τις μάχες, εκείνων που για τον αυτοκράτορα σκοτώθηκαν
Έπεσαν τιμώμενοι κι η βία πέρασε με νούμερα σε κάποια ράφιακίτρινες σελίδες 
Κι οι κουβέρτες διπλωμένες γίνονται μαξιλάρι σε ’κείνους που ονειρεύονται ξανά τη βία
Σε ’κείνο το εργαστήρι σκληρά μεταλλάσσομαι, από σάρκα σε σίδερο κι έπειτα ξανά γίνομαι φωτιά
Σε ’κείνο το ξέφωτο αναδιπλώνεται η ιστορία, πέπλος σκεπάζει
Αργά και σταθερά προετοιμάζεται το νέο έγκλημα
Το βλέμμα μου, με σκληρή τη ματιά γίνεται πάλι σπαθί και βγαίνει απ’ το θηκάρι  
Αμέτρητοι σταυροί, κεφάλια κομμένα
Ομνύω συνέχειες, παγκοσμίων πολέμων, νεκρούς που σε χαντάκια λασπωμένοι
Όψιμους νέους που σε χαράδρες ξηρές και σε θάλασσες επιπλέουν
Το αίμα δεν ίδρωσε, ο πρώτος μιμούμενος, σαν να μην συνέβηκε τίποτα σήκωσε ξανά στους νέους καιρούς το ίδιο σπαθί
Πάνω σ’ αεροπλανοφόρα σε πεδία μαχών, με καμάρι άπειρες σέλφι
Απεστάλησαν σε οικείους σε γυναίκα και τέκνα
Γνώριμος σ’ εκείνη την μεθυστική εικόνα, του ενός η αρχή
Που δίχως πυξίδα, τον νέο αυτοκράτορα με καμάρι και πίστη υπηρετεί

 Kostis nil - Αιματοκύλισμα της Ιστορίας - Δεκέμβριος 2018


Δέσμες σκοτεινές και δέσμες φωτός



Ονειρεύτηκα τ’ όνομα σου, στον ουρανό, όταν πετάς
Ήρθες απ’ ανατολή, ήρθες με την πανοπλία γυμνή
Καβάλα σε μια μηχανή, απογειώθηκες σε χώρα μικρή
Μα ποιος είμαι και που πετώ, μα ποιος είναι ο ουρανός
Με μια ηλεκτρική γκαζιά την ζωή μου ανιστορώ

Ποιος είδε μια φιγούρα, μες σε ηλεκτρονικό, plus
Χρυσά περιστέρια, σκεπάζουν τον ουρανό
Ανάμεσα σ’ αναλαμπές, το ξημέρωμα της άμμου
Σε παραλίες ταξιδεύω, το κύμα το μακρινό, ψυχρό
Ο αυτοκράτορας κυριαρχεί μιλώντας μου σιγανά στ’ αυτί

Και τι μου λέει, άγαλμα ακίνητο να παραμένεις
I love, τόσο βαθιά αυτή η αίσθηση περιφέρεται
Αγγείο μου σαν ζωγραφιά ταξιδεύεις, αίμα πικρό
Ω!  I love , άπειρα δόντια στο βλέμμα του κακού λύκου
Πατέρα αναλογίσου, ψεύτικα τα παραμύθια μου

Ε, ε, σε μια κοιλάδα που δεν υπάρχει πουθενά
Ένας κόσμος, κορμός δέντρου σε βίαιο ποτάμι
Ξεχύνονται εικόνες με την ασπίδα του μπάτσου
Ένα πρόσωπο αλυσοδεμένο μπροστά μας συντρίβεται
Σόου, το είδατε και τι καλά, να ουρλιάξω απ’ χαρά

Τι μάχη κι αυτή, στα Εξάρχεια δέσμες σκοτεινές
Και δέσμες φωτός, πλέουν σ’ απέραντο σκοτάδι
Ο, οου, δεν κυβερνώ και η ματιά μου λαμπάδα
Έτσι σαν φίδι, κουλουριασμένος ήχος κυλιέται
Το πρόσωπο σου, νάιλον σακούλα σκουπιδιών

Μάχη, τη μάχη, ένα σωρό σιδερικά, αίσθηση
Τις αισθήσεις μου χαμένες καθώς ξαπλωμένος
Ένα σημάδι πάλι στο μέτωπο μου, μ’ ακολουθεί
ως φόντο απάνω μου δράκοι, εξαπόδαροι
με λόγχες, λογχίζουν, πικρό δαχτυλίδι στην ψυχή


Έχω τ’ όνομα μου, μαζί σου παρέα
Στιγμές νεανικές, ζεσταίνουν, νέες μηχανές
Μια άπειρη καρδιά καθώς πλησιάζει η στιγμή
Τα δυο σου μάτια, χλωμά, σταθμός φωτεινός
Μικρή μου, I love you, αχτίνα απ’ μέσα
Μια καρδιά παραμένει, εκεί στη γωνιά, ω,ω,ω...
Δυνατό καρδιοχτύπι, στον απόηχο το θλιβερό

Kostis nil - δέσμες σκοτεινές και δέσμες φωτός -  Δεκέμβριος 2018


3 Δεκεμβρίου 2018

ΠΡΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΟΥΣ


Μας εγκατέλειψε είπε, με φωνή τρεμάμενη
Και μεταδόθηκε χωρίς σπουδή
Τα χείλη έτρεμαν και το δάκρυ κολλημένο
Μας εγκατέλειψε επανέλαβε, τραβώντας μύξες για γιατρειά
Μα ήταν αγράμματη, άυπνη και νηστική
Όμως σας λέω, ακούστηκε να παραμιλά
Πηδώντας πάνω από μαύρους καπνούς
Εκείνη την ώρα της παράκρουσης, βρήκε κουράγιο
Ονομάτισε τους ανθρώπους, το Θεό, τη ζωή
Όμως αναρωτήθηκε
Τι δουλειά είχε που αντάμωσε τον πόλεμο
Φαινόταν δε φαινόταν τα χείλη της
Ήταν άπλυτη και το μαντίλι τυλιγμένο στον πόνο
Θαρρείς πως κρυβόταν απ’ τα σημάδια του ορίζοντα
Τη ζωή, τον Θεό, τους ανθρώπους

Μας εγκατέλειψαν είπε ψελλίζοντας
Με χείλη που έτρεμαν
Και φίδια φαρμακερά έκαναν την εμφάνιση τους
Ενώθηκαν ουρανοί, μ’ εδάφη
Μαύρα βουνά με μαύρους καπνούς
Άνθρωποι μύριοι, πάνω απ’ τ' άθλια τείχη
Τ’ άσπρα πουλιά έγιναν μαύρα, πληγώθηκαν
Κι ένα ποτάμι με αίμα, ξεχείλισε
Με μίσος, με πληγές, μ’ ανομολόγητα πάθη

Την ώρα εκείνη ενεφανίσθησαν δια θρόνου μεσσίες
Κατά σειράν
Πρώτος εκείνος με στολή Αμερικάνικη
Έχοντας συνοδούς μαριονέτες με καλοχτενισμένα φρύδια
Δεύτεροι, συνεπαρσά Οργανωμένα Ευρωπαϊκά Κράτη
Τρίτοι, ακολούθησαν σύμβολα μικρών και μεγάλων θρησκειών
Τελευταίοι και καταϊδρωμένοι, μικρές οπλισμένες ομάδες
βαλκάνιων, χύνοντας μολύβι, ξύδι και χολή
κι όλοι μαζί έχτιζαν τα νέα τείχη, δημοκρατίες απερίφραστες
δημοκρατία του ανίσχυρου, για θέλημα του ισχυρού
μ’ άρωμα διάχυτο
απ’ άκρου εις άκρου, ένα ξεροκόμματο ψωμί
οσμισμένοι, απεμπλουτισμένο ουράνιο σαν ρέστα
ανάμεσα στη σφηνοειδής γραφή, στα χρυσά δόντια των βαλκάνιων κατοίκων

Kostis nil - προς βαλκάνιους - Άνοιξη 2000