16 Δεκεμβρίου 2018

ο φάρος που μ’ αγναντεύει

Alexandroupolis, Greece - Lighthouse.jpg
*στο Στέλιο, Κατερίνα, Αλεξάνδρα

Έλαχε ’κείνο το ταξίδι, σαν λόγος γδαρτός
Δεν σημαδεύει η τύχη, τυχαία, τ' άνθος
Φάρος απ’ ψηλά, μακριά, μ’ αγναντεύει
Αλεξανδρούπολη κι εγώ σ’ αγναντεύω
Σε κοιτώ, μα πού κοιτάζει η βάρκα, πού

Συστολή σε ’κείνο τ’ αγόρι, σε ’κείνο το κορίτσι
Χόρευαν τα χρώματά τους, στο φως
Κι η τύχη κάπου ξεμένει, η νύχτα πάντα παγώνει
Κι όποιος
Σαν νυχτοπούλι έξω ξωμένει, ονειρεύεται
Πού πας κύμα μακρινό, δίχως κουπιά

Κράτησα εκείνο το βιβλίο, πρώτη φορά
Σ’ ένα παλιό λεωφορείο, βιβλίο να τρέμει
Ο πόνος μιας γέννας, στ' άγγιγμά της
Σαν βάρκα ταλαντεύει
Μα δάκρυ δεν βγήκε, σαν έσκυψα στη σελίδα
Στ' όνομά μου, στη τύχη, βρήκα ονόματα, κι ας

Μα η τύχη, κάτω απ’ τ’ άνθος στο καιρό της
Και σ’ ένα χαρτί, εκείνος που γράφει, πολύξερος
Μα 'γω ξέρω να γράφω, να μιλώ
Όταν ο λόγος του λόγου, μια λέξη μονάχα
Θα οργιστώ
Σαν είναι βάρκα στο ντόκο δεμένη

Μιλώ για τον Γκοτζιούλα, για Παρωρίτη
Και τ’ άνθος πού ξέρει, μ’ ανοιχτή τη ματιά

Μα δε σβήνει η μοίρα, γιατί το δάκρυ δεν σβήνει
Στη γέννα σου, σ’ άγγιξε μια σελίδα
Σ’ ένα παλιό Λεωφορείο, σαν να μου φαίνεται
γεννήθηκα
Σαν φυλαχτό μέσ’ στο παλιό βιβλίο, σφιχτά η ζωή μου
Θυμάμαι μετρώντας, μ’ ένα φράγκο φτωχό το ’γόρασα
Προσκέφαλό μου, πάντα, ο φάρος που μ’ αγναντεύει

Kostis nil – ο φάρος που μ’ αγναντεύει – Δεκέμβριος 2018


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου