16 Δεκεμβρίου 2018

Της ζωής τιμαλφή

sot_mbushen_15_vjet_nga_tragje
*στον πνιγμό 71 Αλβανών στα στενά του Οτράντο
   /στον Κώστα Βαρώτσο, εικαστικό


Χορεύει το κύμα τα δάκτυλα του, γυάλινος δράκος
Ποιος το περίμενε, αυτή η θάλασσα που με σαγήνη
Κάθεται δίπλα μου σαν άνθρωπος και πλατσουρίζει
Ακούει πένθιμες φωνές, π’ αγέρας πληγώνει
Πένθιμη φωνή μου, με ποια κουράγια, θάρρητα  
Καταμεσής του πελάγους, δίχως κουπί, δίχως πανιά

Γλάρε, το φτερούγισμα σου, βεντάλια τ’ ανέμου
Βουτηγμένος στα νεύρα του γκρίζου κύματος
Με κατακόκκινα μάτια, π’ άψογα μεταλλάσσονται
Παγώνουν οι σταγόνες, στα ύψη, υπερίπτανται
Πνίγοντας αύτανδρα, ζωές εβδομήντα μία

Έτσι, σβήνει κι αφρίζει η ζωή, φτωχή μου Αλβανία
Γυαλί που τρέχει, μια στάλα φως, δεν θα τρυπώσει
Ανάσα να πνίγεσαι
Θάλασσα φουρτουνιασμένη πάνω στα όνειρα μας

Βουλιάζουν τα κατάρτια μας, ζωές μας απαρηγόρητες
Ποιος θα μοιρολογήσει, πάνω σ’ εκείνη τη σχεδία
Υγρό φέρετρο, κουφάρι ανασύρθηκε, έξω στα βράχια
Σαν μοιρολόι κρυφό, έξω απ’ την πόρτα μας

Παρασέρνεις κύμα τα τιμαλφή, σκουπίδια
Το κήτος κατάπιε τα σωθικά μου  
Χέρια σε εξύψωση, με ανοιχτές παλάμες ικετεύουν
Πριν ο Αχάροντας
Μες στη κοιλιά μου, άλμη της θάλασσας
Κρανία συντρόφων, κόκαλα τραγανισμένα

Ένα φτερό στη μακρινή στεριά, στριφογυρνάει
Γυαλί διάφανο, δάκρυ διάφανο αμπαρώνεσαι
Σκοτάδι με παίζει, το φως με παίζει, πλάνο ορφανό
Τυμπανίζουν οι τελευταίες κραυγές, δεν αποσβήνουν

Άφησε με να ταξιδέψω μαζί σου, έχω μαντήλι
Να πάρω ότι χωράει η αγκάλη, φτάνει να ’ρθω
Στα κύματα, στις ράχες, έχει καιρό για μοιρολόι
Γυαλί κοφτερό, εικόνα μισοπνιγμένη, αυγοτάραχο
Γέμισαν τα σωθικά μας παλιοσίδερα, και το κρανίο αλάτσι
Μου σιγοψιθύρισες θάλασσα, όχι αλλά όνειρα, ταξίδια

Kostis nil - της ζωής τιμαλφή - Δεκέμβριος 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου