*στους νεκρούς του Μπέργκαμο!
Κι αδειάζει η ψυχή τα φτερά της
πάνω στο κύμα,
που τα μάτια μου αδυνατούν να σκεφτούν
αδυνατούν να δουν: επέκεινα,- Ω! πόλης.
Θαρρώ δυο μάτια - είχες - και μια πύλη
με εξαίρεση τον Βιργίλιο: θλιμμένο ποιητή,
που μονάχα με την αοιδό, ενεφανίσθη
εκείνη την κρυφή,
που μόνο πληγή στα σκώθια, μόνο σύνεση
μόνο ατμός ενός ηφαιστείου, και κραυγές λύτρωσης --
Πάνω απ' τα αποκοιμισμένα κορμιά,
φτερούγες πετούσαν,
εβδομήντα χακί καμιόνια, μετέφεραν το πένθιμο βήμα τους.
Ριγούν τα φτερά,
ραγίζουν μετέπειτα τα φτερά
ηλιόφτερα σπασμένα φτερά --
Πριν λίγα πρωινά, ένας σπίνος,
πάνω σ' ένα πανύψηλο κλαδί καθόταν,
της άνοιξης ανθισμένο --
Λίγωσε χωρίς γουλιά, χωρίς αοιδό
και μες στη γη: την καρπερή, τυφλώθηκε.
Κι άνοιξε μια οπή,- δισήμαντη
αμαλγάματος,
Κι άνοιξε μια οπή,- δισήμαντη
αμαλγάματος,
Πέραν του τοπικού σημείου, πού,- ήλιος έδυε
Πέραν του χρονικού σημείου, πού,- έπνιγε η σιωπή
Όνομα μιας πόλης, επέκεινα σκεπασμένη --
Σάβανο αδιόρατο!
Μπέργκαμο, Μπέργκαμο, Μπέργκαμο!
Kostis
nil – Μπέργκαμο! – 19 Μαρτίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου