4 Ιανουαρίου 2017

Γένεσις του Ποιητή


Ένα σημάδι από κείνο του άγριου βοριά
δεν άφησε γλάστρα,
στριφογυρίζει αενάως του δρόμου τα ξεραμένα φύλλα.

Η σκέψη ακολούθησε τα ρήματα
που ως φύλλα και ’κείνα στριφογύριζαν
σαν να επρόκειτο για συμπαράταξη σ’ εκείνη την άγρια διάθεση.

Κάποια μέρα είπα, κανείς δε θα ακολουθήσει
δε θα υπάρχουν βήματα, ωσάν να μην υπήρξε Ωσαννά.
Μα η πρόβλεψη έχει τη χάρη
εκείνος που τίκτει το χρόνο και τίκτεται, δεν επιστρέφει.

Αμείλικτος όπως πάντα ο χρόνος συνοδεύει το φως
αφήνοντας πίσω μνήμες μιας ιστορίας,
ας πούμε του εαυτού μας, της μνήμης του κορμιού και της ζωής.

Όλες αυτές οι κινήσεις που έσβησαν
ή που μέσα στην κοιλιά της έβαλε η μνήμη
ως και σαν ασίγοντα,
σε κείνο τον χρόνο που αποφάσισε.
Και ήταν φαίνεται μάχη θανάτου αλλά και μάχη ζωής
ποσώς αν η αρρώστια σας έβγαλε στο θάνατο.

Αλλά το φως κι ο χρόνος χάρισμά μας
και μη τολμήσει κανείς ν’ αμφισβητήσει.
Πήγαν έτσι απλά, όπως απλά είπαμε
στη παρακάτω γειτονιά
όπου παιδάκια ανυποψίαστα θα γεννηθούν
θα παίξουν,
θα μυρίσουν κατά το απόγευμα τηγανιτές πατάτες
και κουρασμένα σαν μολύβια σχολικά
είναι τα μόνα που γεμίζουν τη ζωή.
Αλλά ιδέστε, όλα μέσα απ’ αυτό το σαρδάμ
ενός υπέροχου κόσμου, των λένε οι ποιητές.
Ιδέστε, ιδέστε πως τραγουδούν
κελαηδήματα, κελαηδήματα, γυρίσματα.
Ακούστε ένα πουλάκι χορεύει κάτω από τη γλώσσα το τραγούδι
κι έπειτα αυτό που δεν έχουμε μάθει
το συμπληρώνει
χοροπηδώντας ρυθμικά πάνω στο κλαδάκι.

Ακούστε ακόμη τη χαρά μου, που μόνο με τραγούδι
μέσα στα στήθη μας
για 'κείνο το μωράκι που μόλις γεννήθηκε.

Γεννήθηκα καταμεσής στο φως, στο χρόνο
στα τραγούδια των πουλιών
δοκιμάστηκα με πίκρα και πάθη
σκότωσα τη φιλία.
Μα γεύτηκα μέσα στο φως
κι ας αντάμωσα από μακριά τον πόλεμο.

Μα τι τυχερός
γεννήθηκα καταμεσής ένα μεσημέρι
συνοδευόμενος με μια τσιρίδα κλάμα,
η γιαγιά μου είχε φέρει ζεστό ψωμί
κι απλόχερα, γέμισε με τα τίμια χέρια της
τις τσέπες της γειτονιάς.


Kostis nil - Γένεσις του Ποιητή