*απόσπασμα
Μέρα
μισή, μισή νύχτα, μ’ άγριο άνεμο, μα ποιος εγώ ξημερώματα
Μπροστά
απ’ ένα μπαλκόνι που βγόριζε, χάραξε η άλλη μισή μέρα
Από
τύχη η γης έβγαλε άνθος κι ανήμενε να γκρεμιστούν τα όσα τείχη
Ε, μακριά, μόνος ένας γλάρος κάνοντας σκέρτσα να
καμαρώνεις
Εκεί ψηλά, πάνω απ' κάτι βουνίσια κύματα, κυμάτισε εκείνη η γραφή.
Στεφανωμένη
με ρόδα, χρυσοκέντητη ακτίνα παρακέντησε το νου μου
Πόρπη
του ήλιου παραστεκόταν εκεί πλάι μου, για ώρα εξακοντισμένη
Μα
κανείς βασιλεύς, άρχοντας, μόνος πένητας με κολοπατημένο παπούτσι
Μένουν
τα μύχια της καρδιάς, της γυναίκας ακτίνας που λυτή κάθισε στο θρόνο
Πρώτη
αυτή, απ’ τα σχιστά χείλη της έβγαλε τούλια παλιού τηλέγραφου
Πολύχρωμα γέννησε μωρά, καταυλίζοντας
έπιασαν εις άκρου τη Γη.
Αβασάνιστα
έτρεξε ιδρώτας, χωρίς λόγο έσταζε από παντού βουβό δάκρυ Αφήνοντας σημάδι με τα χείλη, σκούληκας έσκαψε χώμα το λασπωμένο
Καθώς ερχόμουν στα ίσα, χωρίς βλέμμα, μα ούτε χείλη, ούτε στόμα εγώ
Μίλησε με δυσκολία για αιματοβαμμένα τούλια σαν να δάγκωνε νεφρό
Είχα την αίσθηση ότι παρουσιάστηκε οπτασία που έπειτα διακτίνησε
Κάτω από αρχαία ερείπια, σε στοιβαγμένα βύσαλα εκεί θα κρυβόταν.
Εκεί είμαι θαμμένος, στην εύηχη γη, την ποτισμένη από αίμα
Εκεί είμαι με προγόνους ανάμεσα σε στοιβαγμένα βύσαλα
Εκεί είμαι αγγείο σε παράσταση από κυνήγι, λέοντα με αίγαγρο
Εκεί είμαι νερό της στέρνα, κύκνειο άσμα του πλατανόφυλλου
Εκεί είμαι προσοποτάμιο νερό γαργαριστό ανάμεσα σε φυλλωσιές
Εκεί είμαι αθάνατος χρόνος, ορφανός κάτω απ’ έναστρη νύχτα
Εδώ δίπλα σου, ποτάμι των βροχών που αιώνια γουργουρίζεις
Στυφός στον ορίζοντά μου, τον σκεπασμένο από μυρωδιές και δαφνόφυλλα.
Καθώς ανασηκώθηκα απρεπώς αναταράχτηκε η χρυσόσκονη μητέρα
Έσβησε την κάθε παρουσία της, και το νερό στο ποτήρι έμεινε βυχό
Την κάθε παρουσία, μέχρι που θάλασσα ξάφρισε πλουμιά από νεκρό καράβι
Ξεβράζοντας τ’ ανοσιουργήματα, ειρωνική διάθεση, είπε αυτοκαθαρίζομαι
Και μέσα σ’ όλα άγριος άνεμος σκύλεψε την άλλη μισή νύχτα και μέρα.
Πλοκάμια άπλωσε, φιδίσιος σφυρίζοντας ο λεγόμενος Ανεμουρταλίδης
Σαν φτερουγίζει φαίνεται να παίζει στο γόνα, τ' αθώα θύματα του
Καθρεπτίζεται πάνω στο πέλαγος φέρνοντας βόλτα τα μαύρα νέφαλα
Όποιος αφτί στην άκρη του κόσμου, αφουγκράζεται, μοιραίο το κοίταγμά του
Μάσκα από νεκρά ψάρια που, θολά κοιτάνε ανάστροφα τον ουρανό
Τελευταία πράξη η μέρα σου, τελευταία πράξη η μέρα μου, σφιχταγκαλιασμένοι!
Ω! χαρά της φρίκης! ως πότε. Ω! θησαυροί των αηδονιών που θαύμασα
Ω! εσύ αιδεσιμότατε, υφαντουργέ των τεχνών των μεσαίων χρόνων
Πάνω απ’ τα υπέργηρα καθήκοντα σου, σφράγισες με τη σιωπή σου
Εδώ πάνω απ’ τη θάλασσα, του μπαλκονιού που καταρρέει, απαρηγόρητος
Με καμνισμένα αγιοτσίνορα βουτηγμένα στο μέλι, εικόνες που δεν ηχούνε
Οι ανεμοδείχτες ορφάνεψαν την μοίρα μου πριν τσακιστούνε στα βράχια.
Kostis nil - Ανεμουρταλίδης Άνεμος (απόσπασμα) - Μάιος 2017
Τότες
ήταν που ένας ματωμένος δράκος με ράχες εξαπτέρυγα
Έξυνε
την τύχη του πέρα στον ουρανό του ορίζοντα του πονεμένου
Μούγκριζε
όσο κρυμμένη μια ψυχή που δε χαίρεται τα ζώσα όσα
Πλέχτηκες
με φύκια ο λεγόμενος μέχρι να ξεθυμάνει
Να
σβήσει στο πέρασμα του κάθε σημάδι, κάθε
αποτύπωμα.
Βάσανα
ενός λιβυκού με καράβια φορτωμένα μαύρα κρανία
Να
ταξιδεύουν πέρα δώθε σε κείνα την βαρβαρισμών θάλασσα
Με
χέρια σταυρωμένα, γλυπτά παγωμένα και μυρωδιές ιπποστασίων
Κάπου
εκεί βρήκα τη χώρα μου, έχνη, καθώς παιδί βοσκού είμαι
Κοίταξα
να περιμαζέψω τα νέα σύνορα τα μελετήματα,
Άφαντος
μέσα από ένα σκηνικό που υποχρέωνε μοιρολόι ενός γέρου.
Ένας
αέρας του Λιβυκού, Ξάρτια, κατάρτια στο νέο πλοίο
ασπόνδυλο
γεμάτο γυαλί κι αλάτσι στρωμένο νηστίσιμο τραπέζι
Στυλωμένο
στη μέση πάλι ενός πελάους που όνειρο στο όνειρο
Το
άνθος της γης, στο κατώφλι, στα όσα τείχη, της άλλης μισής μέρας
Να
είναι υποχρεωμένο να μισοπνίγεται να σώνεται καθώς λαβωμένο.
Kostis nil - Ανεμουρταλίδης Άνεμος (απόσπασμα) - Φλεβάρης 2018
Όλα μιλούσαν παράξενα, ελαφρύς ο νότος, βαρύς ο βοριάς,
υπάκουσαέδεσαν σε απείρανθα βάθη, πελάγους, τα πλοία, με τις άγκυρες μου
ασημένια σκοινιά, ασημένια κατάρτια και γυάλινο φεγγάρι ν’ ακολουθεί
όταν ξημερώσει ή όταν νυχτώνει στη θάλασσα, με τα αδίστακτα στοιχειά
Ανάμνηση το σπίτι εκείνο, κενό, του ουρανού, δεύτερο γυαλί των ονείρων.
που απάλιαζε με λούσα, νόημα και πρόκληση απ’ θαλάσσιο δάκρυ,
θάλασσα με καθρέπτες, θάλασσα με λαβύρινθους, με τσακισμένα πανιά
αδιαφιλονίκητη πυροφάνια, αρώματος, σαν σκορπά στην ατμόσφαιρα
ονόματος η μαχαιριά, πριν η άγνωστη γλώσσα, πλέξει με ύμνο τα κορμιά μας
Στις άδειες τσέπες της, όλα τα αρώματα, οι μυρωδιές, τα βήματά της,
Πρόσωπα, πρόσωπα περιπεπλεγμένα, σε τοίχους ωχρούς σκιές,
Πανέρια καλαθοπλεγμένα, γριές γύφτησες, άνεργοι, άστεγοι περιφέρονται,
Κάπου άγνωρα, κάπου ρυτίδες, μια πινελιά, σκιές στα πρόσωπά τους
Το περπάτημα, ολούθε, η σιγή, και μόνο τα μάτια λειαίνονται στο φως
Με σακκούλες πλαστικές, μπλε, με τον περίβρουχο της αγοράς,
Με ζύμωση που αποτραβιέται, η βουή που σαν καταχνιά απλώνεται
Και περπατά, αραιώνει, σαν οι ώρες του μεσημεριού, αόριστα μασάνε
Μια λέξη, ένα ηχόχρωμα, με το στανιό η ψυχή, τράβηξε στα σωθικά της
Κι ανάμεσα περί, αόρατος λόγος, επίκουρος, σκόρπιος και μισητός
Και φρουπ, σαν περπατώ, ομπρέλα αέρινη πιο πέρα τα φτερά της
Σε κάθε βήμα, μια προσήλωση, μια νέα θέση, για ένα σπυρί σουσάμι
Γύρω μου προσθαλάσοσαν τα φτερά και τα λαιμά που με το θρόισμα τους
Μαυροπερίστερα, ασπροπερίστερα ελάτε για το σουσάμι από κουλούρι
Κάτω στη γη, κάτω στη γη, στη ώρα, χαρά της γέννηση, πιστή στο θάνατό μας.
Φεβρουάριος 2021