Μπάντα αργόσυρτη
Ένα μουντό απόγευμα περιπλανήθηκε
ο ήλιος δε χρύσιζε, δε θα ’βγαινε φεγγάρι
μέχρι εκείνο τον καιρό ένα σμάρι μαυροπούλια
μονάχα η νοσταλγία του νερού, πρώτη σταγόνα
κανείς δεν εννόησε ότι μια μπάντα αργόσυρτη
σιωπής τα μάτια, ακλούθησαν τη βροχή
μούσκεψαν ως, πέρα, τον ορίζοντα του τοπίου
και πίσω, πίσω θάλασσα, αλαφιασμένη
με τεράστια κύματα, ν' ανεμίζει
η μπάντα βουβή, συνέχισε τη μαρτυρία
(οφιοειδείς)
κουβαλούσε τα χάλκινα σάβανα σε σακιά
κομμένα χέρια, μάτια πιρουνιασμένα
τα νομίσματα πάνω σε μαξιλάρια με κρόσσια
σκεπασμένα απ’ τη σκόνη του δρόμου
απ’ το θάμπος του βρωμερού ήλιου
πέραν της χρυσόμυγας που, με μια στροφή
περιέλαμψε
και μιας σταγόνας ασημί, στο μέτωπο των νεκρών
αδερφών
η μπάντα βουβή, τραβούσε σιωπηρά την πορεία της
Kostis nil - μπάντα αργόσυρτη - Σεπτέμβρης 2018