31 Μαΐου 2017

Ανεμουρταλίδη Άνεμος - Πρώτος ξάγρυπνος



*απόσπασμα
Μέρα μισή, μισή νύχτα, μ’ άγριο άνεμο, μα ποιος εγώ ξημερώματα
Μπροστά απ’ ένα μπαλκόνι που βγόριζε, χάραξε η άλλη μισή μέρα
Από τύχη η γης έβγαλε άνθος κι ανήμενε να γκρεμιστούν τα όσα τείχη
Ε, μακριά, μόνος ένας γλάρος κάνοντας σκέρτσα να καμαρώνεις
Εκεί ψηλά, πάνω απ' κάτι βουνίσια κύματα, κυμάτισε εκείνη η γραφή.


Στεφανωμένη με ρόδα, χρυσοκέντητη ακτίνα παρακέντησε το νου μου
Πόρπη του ήλιου παραστεκόταν εκεί πλάι μου, για ώρα εξακοντισμένη
Μα κανείς βασιλεύς, άρχοντας, μόνος πένητας με κολοπατημένο παπούτσι
Μένουν τα μύχια της καρδιάς, της γυναίκας ακτίνας που λυτή κάθισε στο θρόνο
Πρώτη αυτή, απ’ τα σχιστά χείλη της έβγαλε τούλια παλιού τηλέγραφου
Πολύχρωμα γέννησε μωρά, καταυλίζοντας έπιασαν εις άκρου τη Γη.


Αβασάνιστα έτρεξε ιδρώτας, χωρίς λόγο έσταζε από παντού βουβό δάκρυ                              Αφήνοντας σημάδι με τα χείλη, σκούληκας έσκαψε χώμα το λασπωμένο
Καθώς ερχόμουν στα ίσα, χωρίς βλέμμα, μα ούτε χείλη, ούτε στόμα εγώ
Μίλησε με δυσκολία για αιματοβαμμένα τούλια σαν να δάγκωνε νεφρό
Είχα την αίσθηση ότι παρουσιάστηκε οπτασία που έπειτα διακτίνησε
Κάτω από αρχαία ερείπια, σε στοιβαγμένα βύσαλα εκεί θα κρυβόταν.


Εκεί είμαι θαμμένος, στην εύηχη γη, την ποτισμένη από αίμα
Εκεί είμαι με προγόνους ανάμεσα σε στοιβαγμένα βύσαλα
Εκεί είμαι αγγείο σε παράσταση από κυνήγι, λέοντα με αίγαγρο
Εκεί είμαι νερό της στέρνα, κύκνειο άσμα του πλατανόφυλλου
Εκεί είμαι προσοποτάμιο νερό γαργαριστό ανάμεσα σε φυλλωσιές 
Εκεί είμαι αθάνατος χρόνος, ορφανός κάτω απ’ έναστρη νύχτα
Εδώ δίπλα σου, ποτάμι των βροχών που αιώνια γουργουρίζεις 
Στυφός στον ορίζοντά μου, τον σκεπασμένο από μυρωδιές και δαφνόφυλλα.


Καθώς ανασηκώθηκα απρεπώς αναταράχτηκε η χρυσόσκονη μητέρα
Έσβησε την κάθε παρουσία της, και το νερό στο ποτήρι έμεινε βυχό
Την κάθε παρουσία, μέχρι που θάλασσα ξάφρισε πλουμιά από νεκρό καράβι
Ξεβράζοντας τ’ ανοσιουργήματα, ειρωνική διάθεση, είπε αυτοκαθαρίζομαι
Και μέσα σ’ όλα άγριος άνεμος σκύλεψε την άλλη μισή νύχτα και μέρα.


Πλοκάμια άπλωσε, φιδίσιος σφυρίζοντας ο λεγόμενος Ανεμουρταλίδης
Σαν φτερουγίζει φαίνεται να παίζει στο γόνα, τ' αθώα θύματα του
Καθρεπτίζεται πάνω στο πέλαγος φέρνοντας βόλτα τα μαύρα νέφαλα
Όποιος αφτί στην άκρη του κόσμου, αφουγκράζεται, μοιραίο το κοίταγμά του
Μάσκα από νεκρά ψάρια που, θολά κοιτάνε ανάστροφα τον ουρανό
Τελευταία πράξη η μέρα σου, τελευταία πράξη η μέρα μου, σφιχταγκαλιασμένοι!


Ω! χαρά της φρίκης! ως πότε. Ω! θησαυροί των αηδονιών που θαύμασα
Ω! εσύ αιδεσιμότατε, υφαντουργέ των τεχνών των μεσαίων χρόνων
Πάνω απ’ τα υπέργηρα καθήκοντα σου, σφράγισες με τη σιωπή σου
Εδώ πάνω απ’ τη θάλασσα, του μπαλκονιού που καταρρέει, απαρηγόρητος
Με καμνισμένα αγιοτσίνορα βουτηγμένα στο μέλι, εικόνες που δεν ηχούνε
Οι ανεμοδείχτες ορφάνεψαν την μοίρα μου πριν τσακιστούνε στα βράχια.


Kostis nil - Ανεμουρταλίδης Άνεμος (απόσπασμα) - Μάιος 2017


Τότες ήταν που ένας ματωμένος δράκος με ράχες εξαπτέρυγα
Έξυνε την τύχη του πέρα στον ουρανό του ορίζοντα του πονεμένου
Μούγκριζε όσο κρυμμένη μια ψυχή που δε χαίρεται τα ζώσα όσα
Πλέχτηκες με φύκια ο λεγόμενος μέχρι να ξεθυμάνει
Να σβήσει στο πέρασμα του κάθε σημάδι, κάθε αποτύπωμα.


Βάσανα ενός λιβυκού με καράβια φορτωμένα μαύρα κρανία
Να ταξιδεύουν πέρα δώθε σε κείνα την βαρβαρισμών θάλασσα
Με χέρια σταυρωμένα, γλυπτά παγωμένα και μυρωδιές ιπποστασίων
Κάπου εκεί βρήκα τη χώρα μου, έχνη, καθώς παιδί βοσκού είμαι
Κοίταξα να περιμαζέψω τα νέα σύνορα τα μελετήματα,
Άφαντος μέσα από ένα σκηνικό που υποχρέωνε μοιρολόι ενός γέρου.


Ένας αέρας του Λιβυκού, Ξάρτια, κατάρτια στο νέο πλοίο
ασπόνδυλο γεμάτο γυαλί κι αλάτσι στρωμένο νηστίσιμο τραπέζι
Στυλωμένο στη μέση πάλι ενός πελάους που όνειρο στο όνειρο
Το άνθος της γης, στο κατώφλι, στα όσα τείχη, της άλλης μισής μέρας  
Να είναι υποχρεωμένο να μισοπνίγεται να σώνεται καθώς λαβωμένο.


Kostis nil - Ανεμουρταλίδης Άνεμος (απόσπασμα) - Φλεβάρης 2018
          

Όλα μιλούσαν παράξενα, ελαφρύς ο νότος, βαρύς ο βοριάς, υπάκουσα
έδεσαν σε απείρανθα βάθη, πελάγους, τα πλοία, με τις άγκυρες μου
ασημένια σκοινιά, ασημένια κατάρτια και γυάλινο φεγγάρι ν’ ακολουθεί
όταν ξημερώσει ή όταν νυχτώνει στη θάλασσα, με τα αδίστακτα στοιχειά
Ανάμνηση το σπίτι εκείνο, κενό, του ουρανού, δεύτερο γυαλί των ονείρων.
 
Από ένα λουλούδι του νερού, ασημόφτερο, βάθη του πόνου, φρουπ
που απάλιαζε με λούσα, νόημα και πρόκληση απ’ θαλάσσιο δάκρυ,
θάλασσα με καθρέπτες, θάλασσα με λαβύρινθους, με τσακισμένα πανιά
αδιαφιλονίκητη πυροφάνια, αρώματος, σαν σκορπά στην ατμόσφαιρα
ονόματος η μαχαιριά, πριν η άγνωστη γλώσσα, πλέξει με ύμνο τα κορμιά μας
 
Ονειρεύτηκα σήμερα περπατώντας στην αγορά της όμορφης πόλης,
Στις άδειες τσέπες της, όλα τα αρώματα, οι μυρωδιές, τα βήματά της,
Πρόσωπα, πρόσωπα περιπεπλεγμένα, σε τοίχους ωχρούς σκιές,
Πανέρια καλαθοπλεγμένα, γριές γύφτησες, άνεργοι, άστεγοι περιφέρονται,
Κάπου άγνωρα, κάπου ρυτίδες, μια πινελιά,  σκιές στα πρόσωπά τους
 
Κάπου λουλούδι αποκρύβει, μέσα στου βυθού σκεπασμένο με πέτρες
Το περπάτημα, ολούθε, η σιγή, και μόνο τα μάτια λειαίνονται στο φως
Με σακκούλες πλαστικές, μπλε, με τον περίβρουχο της αγοράς,
Με ζύμωση που αποτραβιέται, η βουή που σαν καταχνιά απλώνεται
Και περπατά, αραιώνει, σαν οι ώρες του μεσημεριού, αόριστα μασάνε
 
Και μένω μόνος στήλη, της αγοράς κάτω απ’ του ουρανού τη σκέπη,
Μια λέξη, ένα ηχόχρωμα, με το στανιό η ψυχή, τράβηξε στα σωθικά της
Κι ανάμεσα περί, αόρατος λόγος, επίκουρος, σκόρπιος και μισητός
Και φρουπ, σαν περπατώ, ομπρέλα αέρινη πιο πέρα τα φτερά της
Σε κάθε βήμα, μια προσήλωση, μια νέα θέση, για ένα σπυρί σουσάμι
 
Τα περιστέρια τότε με μια στροφή, εγκατέλειψαν με χάρη του ουρανού
Γύρω μου προσθαλάσοσαν τα φτερά και τα λαιμά που με το θρόισμα τους
Μαυροπερίστερα, ασπροπερίστερα ελάτε για το σουσάμι από κουλούρι
Κάτω στη γη, κάτω στη γη, στη ώρα, χαρά της γέννηση, πιστή στο θάνατό μας.

Φεβρουάριος 2021

 
 
           

27 Μαΐου 2017

Μνήμη, μηδέ Λήθη

the-persistence-of-memory-1931 (1)

Λέγεται πως είναι φως
με την υπόθεση μιας μαργαρίτας
Οι μαθηματικοί προσδιόρισαν χρόνου αρχή
προσθέτοντας έπειτα έτη φωτός
Δόθηκε η αίσθηση ενός νέου γεγονότος
που σημαδεύτηκε με την ανάκτηση ενός κύκλου
για όλες εκείνες τις αχτίνες που φώλιασαν περίτρανα
Έπειτα ακολούθησε ακατάσχετη ροή
ενός μύθου που διαχύθηκε στο διάστημα

Ονομάστηκε φως της ποιήσεως
από ’κείνους
που πάντα ονειρευόντουσαν ταξίδι

Οι Λόγχες φωτός καρφώθηκαν σαν δέντρα
πάνω στη γη
Ποδοβολητά σκιών ακούστηκαν ν’ αποχωρούν
και κύματα γρανιτένια έμειναν μετέωρα

Επικράτησε η σιγή
με την απειλή των πάγων

Το φως εκείνο έφτασε για πρώτη φορά
ήταν παραπάνω από ένα χάδι
Μια που πρώτη φορά
όλοι εμείς μεταφράζουμε

Έμεινε ακίνητο για αιώνες κι έτη φωτός
Κολώνα στο κέντρο του διαστήματος
Πολύ μετέπειτα κέντρο των φυτών των πουλιών
και των ζώων
Φάσμα στο παιγνίδι των κυμάτων
Της αίσθησης του απερίγραπτου
Των πετάλων μιας διαστημικής συνθήκης

Κι αν του δώσουμε νόηση φυγής
ανεβαίνοντας πάλι τα μαθηματικά
Μετρώντας και ξαναμετρώντας ταχύτητες
θερμότητες και αποστάσεις
Σαν ένα παράξενο κενό, γεμάτο σύνολα
που με αγκύλες περικλείει ο καλός μαθητής

Αν πάλι, γιατί το μέσον μιας σκέψης
η σύνδεση, ή η αποσύνδεση
Επειδή κάτι ζεστό που ονομάσαμε
το πρώτο χάδι
Που έλιωσε τους πάγους κι έφτιαξε
τις θάλασσες

Αυτή είναι μόλις η πρώτη δοκιμή
ή αλλιώτικα, η δομική κίνηση του διαστήματος

Επακολούθησαν εκτός των πρώτων ποιητών
Αφόρητα ο δικό σας θάνατος
Εξετάσαμε ήδη εκατομμύρια θανάτους
Που παίζουν σε επανάληψη
Πάλι τη γέννηση
και τον θάνατο ενός νέου αριθμού

Εμπιστευτείτε τι άλλο
Κάτι σαν τη διαστημική βαλίτσα
πάντα γεμάτη
σαρδελοποιημένα συμβάντα
Αφού η λύπη, ή το κλάμα
Ή, η χαρά, τη μέρα των γενεθλίων σας
Απόρρητο, απόρρητο ή σαν είδος μαγικό
Το επεξεργάζονται μόνο γνωστοί και φίλοι
πάνω απ’ το φέρετρο σας

Το φέρετρο σας μετέπειτα με φτερά!
Το σύμπαν δεν έχει σταυρωμένα χέρια
Δεν έχει φίλους, συγγενείς κι αηδίες
Πέταξε τα λουλούδια και τα δάκρυα

Όλα στη γη την καρπερή φυτεύτηκαν
Όλα και του σώματος πάθη
Όλα με μιας
Το φέρετρο σας το σύμπαν το ξεσήκωσε
κι ακόμα ψηλά
η μνήμη 
ή εν πολλοίς η λήθη

Όλα αηδίες για το σύμπαν
Ταξιδεύει και κείνο μαζί σας
Κρατώντας την ίδια βαλίτσα αποσκευών
Με διαστημικούς και παράταιρους χρόνους
Με κλίμακα, χάρακα, διεύθυνση και φτερά 

Στην απερίγραπτη αυτή σκηνή 
γεννήθηκαν θρησκείες, ακολούθως 
Αμερικάνικες πολυεθνικές ψυχοφαρμάκων 

Αντισταθείτε στην απειλή 
και ζήστε 
Ζήστε προπαντός της ζωής 
και του θανάτου τον τύμβο
Άλλος! 
Ανθοστόλιστος του ονόματος σας

Εν πολλοίς μνήμη, μηδέ λήθη!


Kostis nil - Μνήμη, μηδέ Λήθη - Ιούνης 2006






23 Απριλίου 2017

ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΟΣ!


*στο Στρατηγό Γιάννη Τζανιδάκη!
Αποτέλεσμα εικόνας για στρατηγοσ γιαννησ τζανιδάκησ

Όπως εκείνη η πληγή που, άσβηστη τραβάει για τον ωκεανό
Φαίνεται να θλίβομαι κρυφά, μα πώς, το σούρουπο ζωγράφισε
Κομμάτια του εαυτού μου, πριν ο σκελετός, το σώμα το άλιωστο
Πασπάλι στα χείλη ναυαγού, αισθάνομαι εκείνη τη βουή ν’ αναδεύει
Ευρήματα, λέξεις πονεμένες, σύμπαθα η ζωή, λίγο φαϊ στο κουνενίδι
Αυτό το βιός που μόνο μονολογείς, γεννήθηκε με κραυγές ψηλά στα όρη

Μη μαρτυρήσεις πόνο απ’ ασπάλαθο, αγάπησέ με μπαλωθιά
Ένα σημάδι το σώμα, γη σου, Ελεύθερνα δέξου. Μόνο εσύ ξέρεις
Μες στα φαράγγια αντήχησε όσο, μη μ’ αφήνεις ν’ αποσβήνω
Λαβωμένος, μα τόσο νέος, αγέρωχος...! Στρατιώτης Γιάννης Τζανιδάκης!

kostis nil - Στρατηγός Γιάννης Τζανιδάκης - Απρίλης 2017


5 Απριλίου 2017

Κατακτητής!


Πώς σε λούζει η μάνα σου
Και πώς φέγγεις σαν καθρέπτης
Όμορφο φτερό του ήλιου
Δε ζηλεύω, σ’ αγαπώ.

Και πώς βλέπω να ροδίζουν
Τα χρυσά τα κλώνια
Και τα μάτια να γλυκαίνουν
Στέλνω φίλημα, πρωινό.

Κι η ανάσα σου θεριεύει
Κι η καρδιά μου αντρειεύει
Και ακάλυπτα τα μέρη
Νιώθω να καλείς με θέρμη.

Και τον κότσο ετοιμάζεις
Παράνυφη, νύφη κάνεις
Θέλω σπλάχνο της αυγής
Να 'μαι γω κατακτητής!


Kostis nil – Ανεμοσκορπίσματα – Πειραιάς 1975

13 Φεβρουαρίου 2017

σχεδίασμα Α!


Σε βρήκα χώμα, καθώς το πρωί μια ευωδιά τρυφερή από βροχή
Νότισε εκείνη την πλάση, απαλή απ’ τα χρώματα λουλουδιών
Εκείνο το χάδι, διαπέρασε την όποια κατάρα που χρόνια χτικιάζει
Μη με κοιτάς καθώς σε ’κείνο το μπαλκόνι, απ’ εδώ πάνω
Ένας άνεμος περνά την πυρά πάνω απ’ τα κορμιά μας

Τα χείλη τα δικά σου, σαν αντάμωσαν τον έρωτα, μας άγγιξαν
Αψιές μυρουδιές η γης, από κει που ένα άνθος πανέμορφο
Μες τις ευωδιές, εσύ μεθυσμένη μοίρα κι αν ειν’ η γραφή
Η αγάπη μ’ απαλό τ’ άγγιγμα στο ύπνο τον ονειρεμένο
Ω! το κορμί ανατριχιάζει απ’ τα βάθη ενός πελάγους
Στις αμμουδερές παραλίες ο έρωτας, η θάλασσα, η αλμύρα
Αυτό το καλοκαίρι κι αυτό το φεγγάρι προσκέφαλο της άμμου
Που μάτια, μια βροχή, τα κύματα μου, ιστορία, δάκρυα μου
Σε ταξίδι με την ΚαλυψώΕ! Οδυσσέα ανάμεσα στη Σκύλα
Ε! στη Χάρυβδη ανάμεσα

Μαζεμένος στη θλίψη πάντα ήμουνα, μια μόνο διήγηση
Αλυχτάμε σκυλιά, σαν βραδιάζει κι άδεια η νύχτα
Πορέψου και γύρε το κεφάλι για λίγο ίσως ο ύπνος
Την παγωνιά δεν γνώρισες τόσο, μόνο η ζωή μας
Ένα αεράκι που τώρα πληγώνει, ανύποπτο φαίνεται
Απ’ σοκάκια φτωχικά, μοναχικές φιγούρες ακροβατούν
Κολοπατημένα παπούτσια στην έρημη χώρα μου, σόλες
Ας ουρλιάξω για ν' ακουστεί η βουή μέσ’ απ’ τα στήθη μου

Kostis nil - σχεδίασμα πρώτο - φλεβάρη 2017

4 Ιανουαρίου 2017

Γένεσις του Ποιητή


Ένα σημάδι από κείνο του άγριου βοριά
δεν άφησε γλάστρα,
στριφογυρίζει αενάως του δρόμου τα ξεραμένα φύλλα.

Η σκέψη ακολούθησε τα ρήματα
που ως φύλλα και ’κείνα στριφογύριζαν
σαν να επρόκειτο για συμπαράταξη σ’ εκείνη την άγρια διάθεση.

Κάποια μέρα είπα, κανείς δε θα ακολουθήσει
δε θα υπάρχουν βήματα, ωσάν να μην υπήρξε Ωσαννά.
Μα η πρόβλεψη έχει τη χάρη
εκείνος που τίκτει το χρόνο και τίκτεται, δεν επιστρέφει.

Αμείλικτος όπως πάντα ο χρόνος συνοδεύει το φως
αφήνοντας πίσω μνήμες μιας ιστορίας,
ας πούμε του εαυτού μας, της μνήμης του κορμιού και της ζωής.

Όλες αυτές οι κινήσεις που έσβησαν
ή που μέσα στην κοιλιά της έβαλε η μνήμη
ως και σαν ασίγοντα,
σε κείνο τον χρόνο που αποφάσισε.
Και ήταν φαίνεται μάχη θανάτου αλλά και μάχη ζωής
ποσώς αν η αρρώστια σας έβγαλε στο θάνατο.

Αλλά το φως κι ο χρόνος χάρισμά μας
και μη τολμήσει κανείς ν’ αμφισβητήσει.
Πήγαν έτσι απλά, όπως απλά είπαμε
στη παρακάτω γειτονιά
όπου παιδάκια ανυποψίαστα θα γεννηθούν
θα παίξουν,
θα μυρίσουν κατά το απόγευμα τηγανιτές πατάτες
και κουρασμένα σαν μολύβια σχολικά
είναι τα μόνα που γεμίζουν τη ζωή.
Αλλά ιδέστε, όλα μέσα απ’ αυτό το σαρδάμ
ενός υπέροχου κόσμου, των λένε οι ποιητές.
Ιδέστε, ιδέστε πως τραγουδούν
κελαηδήματα, κελαηδήματα, γυρίσματα.
Ακούστε ένα πουλάκι χορεύει κάτω από τη γλώσσα το τραγούδι
κι έπειτα αυτό που δεν έχουμε μάθει
το συμπληρώνει
χοροπηδώντας ρυθμικά πάνω στο κλαδάκι.

Ακούστε ακόμη τη χαρά μου, που μόνο με τραγούδι
μέσα στα στήθη μας
για 'κείνο το μωράκι που μόλις γεννήθηκε.

Γεννήθηκα καταμεσής στο φως, στο χρόνο
στα τραγούδια των πουλιών
δοκιμάστηκα με πίκρα και πάθη
σκότωσα τη φιλία.
Μα γεύτηκα μέσα στο φως
κι ας αντάμωσα από μακριά τον πόλεμο.

Μα τι τυχερός
γεννήθηκα καταμεσής ένα μεσημέρι
συνοδευόμενος με μια τσιρίδα κλάμα,
η γιαγιά μου είχε φέρει ζεστό ψωμί
κι απλόχερα, γέμισε με τα τίμια χέρια της
τις τσέπες της γειτονιάς.


Kostis nil - Γένεσις του Ποιητή