Εκείνη τη νύχτα, μα και τ’ άλλο βράδυ, όπως και πρωί, πρωί. Πρωί
ξημερώματα. Πάντα τα ξημερώματα όπου, ο
παγωμένος άνεμος ξυρίζει τις στέπες τις πολύ μακρινές. Και κάποιες στιγμές οι
ασθενείς, οι έτοιμοι να εγχειριστούν πριν φορέσουν την απαίσια στολή τους. Εγώ
πετώ, πετώ όπου φτάνει το μάτι σας. Έπειτα στουκάρω συνοδευόμενος από
υπερηχητικού ήχους και τέλος καίγομαι.
Κι αν καταλάβατε καλά είναι γιατί βρίσκομαι σε κατάσταση απόλυτης
τρέλας. Κι αυτό δεν άρχισε χτες, ούτε προχθές, δεν άρχισε την προηγούμενη
βδομάδα, ούτε τον περασμένο μήνα. Μα και πάλι δε θυμάμαι πότε άρχισε. Το μόνο
που θυμάμαι είναι πως συνεχώς καίγομαι.
Πάνε όμως πέντε χρόνια από τότε που άρχισα να σβαρνίζω τα πάντα. Αυτό
το θυμάμαι. Κάθε αντικείμενο μέσα στο σπίτι που ζω, έχει φάει παραπάνω από
πενήντα κλωτσιές. Εκτός βέβαια απ’ τα γυάλινα βάζα, αυτά δεν άντεξαν παραπάνω
από μια κλωτσιά. Για παράδειγμα, το βάζο με τη μαρμελάδα είχε την ατυχία με την
πρώτη κλωτσιά να σκορπίσει πάνω στις κουρελούδες. Έβαλα έπειτα τα δέκα μου
δάχτυλα, μάζεψα τα σπαρμένα γυαλάκια με τη μαρμελάδα και την άλειψα πάνω στους
τοίχους, κι ύστερα μ’ εκείνα τα ματωμένα δάχτυλα -το μικρό μάλιστα έσταζε πολύ-
σκουπίστηκα πάνω στις κουρτίνες.
Δείτε με, τα καταφέρνω περίφημα, πύργους ονείρων της οικογένειας μου
κατέστρεψα. Κι όπως πάντα βάζω μπροστά - μα πόσο πανούργο μπορεί να είναι ένα
άτομο - την προσφιλή μου μέθοδο, κατατρώγοντας τις σάρκες μου. Κι όμως διεκδικώ,
μην σας φανεί παράξενο, είμαι τόσο μοναδικός και δεν είναι εγωιστικό που το αναγνωρίζω.
Δείτε τον εαυτό μου, δέστε εμένα, κανένα παράδοξο, εμένα ο εαυτός μου δεν με
χρειάζεται κι ακόμη δε ντρέπομαι να το φωνάξω. Ναι ταξιδεύω, συνεχώς ταξιδεύω,
τώρα και χρόνια μόνο ταξιδεύω. Κι όσο ταξιδεύω εξακολουθώ να κυνηγάω
φαντάσματα. Πρόκειται για φαντάσματα που κατοικούν εξ ολοκλήρου μέσα στο κεφάλι
μου, έχουν το λιγότερο τέσσερα πόδια, μακρύ λαιμό και ξέρω δεν πρόκειται να
ξεμπερδέψω μαζί τους.
Σ’ αυτή τη προσφιλή κατάσταση βρίσκομαι μέρα νύχτα, έτσι που κάθε
γνωστός, ακόμη κι άγνωστος, κάνει το αστείο να με πλησιάσει βρίσκει το μπελά
του.
Παρ’ όλο που κάθε φορά, η μια μου χούφτα, σε μια χούφτα υπολογίζω να
ζυγίζουν ένα σωρό τρελοφάρμακα. Δέκα, δέκα με μια μόνο γουλιά νερό, κατεβαίνουν
στο λαρύγγι μου, ζαλίζουν τα μάτια μου, κάνουν τούμπανο το κεφάλι μου. Πάντα με
βλέπω ζαλισμένο κοτόπουλο που κλώθει, χρώματα, τέρατα και φαντάσματα και που
συνοδεύονται με ψιλές δηλητηριώδεις φωνές.
Προχθές πάλι τα ίδια, νόμισα πως φορούσα τον μανδύα του τυφώνα Λίστ -το
πραγματικό μου όνομα- κι όπως καταλαβαίνετε, ότι έβρισκα μπροστά μου το σάρωσα,
μερικά τα πιο δύσκολα τα λύγισα.
Κουφάλες! ούρλιαξα. Πουτάνες! πουτάνας γιε! πουτάνα κοινωνία! για όλα φταις
εσύ. Εγώ δεν έφταιξα πουθενά, δεν έχω φταίξει ποτέ στη ζωή μου, ένα μηδενικό δε
φταίει σε τίποτα. Γιατί τ’ ομολογώ ποτέ δεν ήμουν τίποτα, δεν έμοιασα ποτέ σε
κανένα, πάντα χωρίς τον εαυτό μου, αθώα περιστέρα. Εσείς εδώ ’φταίτε, όλοι εσείς, πληρώστε
λοιπόν το λογαριασμό μου.
Από προχτές για λίγο, για μια στάλα, κι αυτό συνέβη ξαφνικά, ήρθε η
γαλήνη. Ανερχόμουν, η μπόρα καταλάγιασε, η θερμοκρασία βρασμού υποχώρησε,
έφτασα σε ηρεμία λίμνης.
Πιστέψτε με, μέσα σ’ αυτή τη λίμνη, εκτός από μένα καθρεπτίζονται
δένδρα, πουλιά, σπίτια κι ολοπράσινα
τοπία. Κι ανάμεσα τους έρχεσαι εσύ, αέναη.
Η αγάπη μου, γι αυτήν όλη η ιστορία, χρυσόδετο βιβλίο, γεμάτο άνθη
στα μαλλιά της και φώς, γεμάτο φως το
ολόγλυκο χαμόγελο της. Με την πιο όμορφη
ελπίδα, την παντοτινή, πάντοτε σε κείνη. Μέσα στη λίμνη ταξιδεύουν τα φιλιά μας,
το ένα μετά το άλλο φύλλο από το χρυσαφένιο της κορμί βυθίζεται. Βλέπω το
δαχτυλιδάκι, αυτό που της χάρισα την πρώτη μέρα, αλλά και το δεύτερο στη πρώτη
επέτειος μας, ν’ αστράφτει.
Έπειτα τινάχτηκες, πετάχτηκες, χάθηκες, πρόδωσες, με πρόδωσες, γιατί δε
ξέρω, δε θα το μάθω ποτέ. Τίποτα δεν ξέρω πια γι αυτή τη ζωή κι όσα έμαθα, τα όσα, μου βγήκαν σκάρτα.
Σήμερα δεκατρείς Αυγούστου, μάντεψε, όπως και πέρυσι, κι όσο θυμάμαι
προς τα πίσω, δε σ’ έχω ξαναδεί. Όμως κανείς δε θα μπορέσει να μαντέψει τι θα
επακολουθήσει!
Ξύπνησα όπως κάθε πρωί, χωρίς να πάρω το πρωινό μου, πέρασα στο διπλανό
δωμάτιο και πήρα πάνω απ’ το τραπέζι το χαρτζιλίκι που ήταν μέσα στο τασάκι.
Εκεί τ’ αφήνει η θεία μου κάθε πρωί. Έρχεται με την πιο ωραία πιρουέτα πατώντας
στις μύτες , σκεφτείτε φορώντας δύο χοντροπαντόφλες να προσπαθεί να μη με
ξυπνήσει.
Βγήκα στον έξω κόσμο, στο πρωινό ήλιο, πάντα o ήλιος κι o θόρυβος, μια πόλη κουφή που
υποφέρει. Η κίνηση σε όλους τους δρόμους
έχει φορτώσει κι όσοι περιφέρονται εδώ κι εκεί, μοιάζουν με ιερές αγελάδες.
Μάντεψε Βασιλική τι θα συμβεί, όπως χθες, προχθές το ίδιο και τώρα, στο
κατόπιν της ίδιας διαδρομής πήρα τους δρόμους και σε ψάχνω.
Όμως ο δρόμος είναι μακρύς, πάντα γι αυτές τις δουλειές είναι μακρύς,
έτσι κάθισα για λίγο να ξαποστάσω, πήρα ένα παγωτό, αγόρασα και μια εφημερίδα.
Άνοιξα, ξεφύλλιζα, έψαχνα στα τόσα γράμματα να βρω, ποιος ξέρει, κάτι μπορεί να
γράφουν για τον έρωτα σε πρώτο πρόσωπο. Το σημερινό φύλλο όπως κάθε φορά με
κρέμασε, δε μ’ άρεσε. Τίποτα δε μ’ αρέσει. Ας την... την τσάκισα, την πάτησα,
στη θέα σου την ξέσκισα. Θέλω να τρέξω
κοντά σου, το μόνο που μ’ αρέσει, το μόνο που έχει μείνει φως μου, είσαι εσύ.
-Βασιλική, είπα.
Με κοίταξε το άγνωστο κορίτσι, καλού
κακού, με προσπέρασε στη στροφή, της φάνηκα πολύ παράξενος. Άγνωστη μέσα στη κάψα. Το απόγευμα ήταν δυνατόν κάπου να χανότανε, ας
πούμε σ’ ένα παρκάκι, Χιλιάδες φιλιά πιθανόν να μάζευε από το αγόρι της. Μ’ έσβησε
με να βλέμμα και μισό βήμα, αφήνοντας να βλέπω πλάτη. Μ’ άφησε πίσω στο όνειρο
να τυραννιέμαι.
Πλησίασα μια δεύτερη κοπέλα. Κοντούλα, χοντρούλα, μεσιακό βαρελάκι.
Κουνούσε την ουρίτσα της όπως το ασχημόπαπο μέσα στα νερό.
-Παραμιλάς, μου είπε.
Άνοιξα το στόμα, χαζός, βλαμμένος.
-Μπορεί, της είπα, αλλά εσύ φαίνεται ξέχασες την απογευματινή βάρδια
στο εργοστάσιο του Μουζάκη. Εκεί μαζί δουλεύαμε. Και σε θυμάμαι ανάμεσα στα
τόπια και τα χνούδια έφευγε το χαμόγελο
σου. Και ήταν μόνο η αρχή.
-Σίγουρα παραμιλάς, μου είπε.
Στάθηκα για μια στιγμή
σκεφτικός, ίσως έπρεπε ν’ αλλάξω πιάτσα. Να πάω προς το μουσείο. Και δεν άργησα, εκεί έξω κοντά στο Πολυτεχνείο σ’ ένα λευκό μαρμάρινο τραπεζάκι ένα μοναδικό
ροζ γαρίφαλο φώτιζε μέσα σε ατομικό ανθοδοχείο. Καθόταν το κορίτσι μου, μόνη
της, κάπνιζε, σίγουρα με περίμενε.
-Βασιλική είπα, να καθίσω μαζί σου για λίγο.
-Και να φύγεις, μου είπε, το ίδιο κάνει.
-Βασιλική, θυμήσου εδώ γύρω το ξενοδοχείο Όνειρο που πηγαίναμε. Έπειτα φρέσκοι, φρέσκοι κατεβαίναμε, υψώναμε
τα χέρια και διαδηλώναμε στους δρόμους της Αθήνας.
-Όχι μου είπε δε θυμάμαι. Και σπάσε
γιατί έρχεται ο καλός μου. Είναι Ποπαϋ με δυνατότητες να σε απογειώσει. Φεύγα να γλυτώσεις.
Εκείνες τις λαμπερές ημέρες, όταν την έβλεπα, τα μάτια της μ’
αγκάλιαζαν. Άπλωνα το χέρι για να της
χαϊδέψω τα μαλλιά, το μάγουλο. Συναντούσα πάντα την Βασιλική, γνήσια δροσερή,
αγνή και η ψυχή της είχε υφή.
Χάθηκα ξανά στους δρόμους. Ξαναρώτησα κορίτσια, γλυκά και δροσερά και
μόνο αυτά, πού είχαν βάλλει ψηλά στα μαλλάκια τους το κοκαλάκι. Μα τίποτα,
τίποτα. Δεν κατάφερα τίποτα.
Σκέφτηκα πέρασαν από τότε κάμποσα χρόνια τα πάντα μπορούσαν ν’
αλλάξουν. Για παράδειγμα να είχε αλλάξει το χρώμα στα μαλλιά, μπορεί το
χτένισμα, μάρκα στα αραχνοΰφαντα μπλουζάκια. Μπορεί και να ’χει κεντήσει και να
μαύρο πάνθηρα πάνω στο βυζί της. Υπέθεσα θα ’ναι αγνώριστη.
Και φαπ ανέβηκα στο τρόλεϊ. Και να η τύχη μου. Τα βλέμματα μας
διασταυρώθηκαν. Αισθάνθηκα πως παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό, πλησίασα, πλησίασε,
σχεδόν τη μύρισα.
-Βασιλική τώρα σ’ έπιασα.
-Προσέχετε κύριε που πατάτε.
Δεν είναι δυνατόν, με μια της γκριμάτσα με κουρέλιασε. Σαν σκιάχτρο
ανέμιζα, δεν πατούσα. Όλα αιωρούνται,
φυλλορροώ, για μια φορά ακόμα χάνομαι.
Θυμάμαι καλά. Και οι ρόγες πάνω στα βυζιά της ήταν πλασμένες με μαύρη
σταφίδα. Αυτό ποτέ δεν ήταν ψέμα. Θα την αναγνωρίσω ξανά απ’ αυτά τα μικρά
θαύματα, τα εκατό σημάδια του κορμιού της.
-Βασιλική επέμεινα, δε θυμάσαι εκείνη τη μέρα που προπληρώθηκα και
ανεβήκαμε στο Μινιόν ψηλά, ψηλά και σου αγόρασα ένα μπλουζάκι.
Έκοψε το βλέμμα της με πάγο, με ξυράφισε απερίγραπτα κι έστριψε αλλού
το κεφάλι και τότε μόνο σιγουρεύτηκα πως ήταν δυνατόν να είχα κάνει λάθος.
Κατέβηκα από το τρόλεϊ και κατευθύνθηκα στην πλατεία Ομονοίας. Εδώ
υπάρχει πιθανότητα είπα, από εδώ μπορεί να περάσει.
Σταμάτησα μια, δυο κοπέλες.
Απαράλλαχτες ίδιες. Και οι δυο
είχαν ένα κομματάκι κοκαλάκι στα ψηλά. Και σειότανε ο αέρας σαν περνούσαν.
Περπατούσαν με τέτοια χάρη και τα βλέφαρα μου από κοντά. Πάλι γελάστηκα, μα τι
σημασία έχει τώρα πια. Πείσμωσα όμως κι
έτρεξα πιο κάτω.
Σταμάτησα στο κιόσκι που έκοβε
εισιτήρια για το παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου.
-Εσύ μικρή μου σταφιλομάτα της είπα δε με θυμάσαι!
Άνοιξε το στόμα με έκπληξη, κάποια μύγα ήταν δυνατόν να χανόταν. Προσπαθούσε πάντως κάτι να θυμηθεί.
-Τότε που παίρναμε το λεωφορείο του Αγίου Κοσμά και πηγαίναμε στα
γήπεδα εκεί κάτω στη παραλία και τρέχαμε.
Δεν έβγαλε άχνα. Κατάλαβα πως έπρεπε να σταματήσω. Μα είχα ακόμα δικαίωμα
να ποντάρω μια τελευταία φορά. Σ’ αυτή που έρχεται με τη γυμνή μεσούλα και τα’
αστεράκι στα μαλλιά της.
Δε θυμάσαι, της είπα, δουλεύαμε με σύμβαση ως φροντιστές στα Μπόινγκ
747 της Ολυμπιακής. Πετούσαμε για Νέα Υόρκη, μετά αλλάξαμε πορεία πήγαμε
Μαρόκο, Αυστραλία και τελικά καταλήξαμε Τατζικιστάν. Περάσαμε περισσότερες από δέκα πέντε χώρες
και κάτω στα πόδια μας βλέπαμε που σφαζόντουσαν ή πέθαιναν της πείνας.
Όχι, όχι. Ούτε τις τζαμένιες
πολιτείες θυμάσαι. Εκείνες, εκείνους που
είναι πίσω από μας και σημαδεύουν τα κεφάλια μας. Και συ μου έλεγες, όχι καλέ
δεν σημαδεύουν, απλώς ζυγίζουν κάθε τόσο πόσο πάει το ένα κεφάλι.
Ονειρευόμουνα, τα έμπλεκα με τον ξύπνιο μου, τα μηλίγγια μου τρίζανε
διαρκώς. Ολίσθαινα και δε βρισκόταν κανείς, μα κανείς να με γλυτώσει. Έπλεα
μέσα στη ζέστη, στη μυρουδιά της ατμόσφαιρας, στη πλήξη, στο νέφος, στη
δυστυχία μου.
Θυμήθηκα εκείνο το λαμπρό παιδί που με πρόσεχε, τον ωραίο τρελογιατρό,
αλήθεια έχουν καιρό να με πάνε. «Όταν νιώθεις έτσι να σταματάς φίλε». Αυτό
πάντα μου έλεγε. «Να σταματάς, ακούς, υπάρχει τρόπος. Κόψε, κόψε την ταινία. Κατέβασε τη σημαία με
τα καρέ. Παράτα τα όλα. Παράτα τον νικητή, τον προδότη και πέσε κάτω. Γιατί ο
εχθρός παραμονεύει σφυρίζει πάνω από το κεφάλι σου, με άπειρες σφαίρες και
αρκεί μόνο μία να φας».
Πέρασε ο πρώτος ζεματιστός ήλιος
του Αυγούστου. Η πέμπτη νεκρή επέτειος. Γύρισα κουρασμένος. Η Κάμπαγιε σε λίγο
θ’ άρχιζε να απλώνει το μετάξι της φωνή της στο παναθηναϊκό στάδιο. Εκεί
σκέφτηκα, ίσως είναι η Βασιλική που ψάχνω.
Από την γωνία μύριζε κιόλας δυνατά ο βασιλικός της θείας Γεωργίας. Σαν
μπήκα στο κακόγουστο δρομάκι, φάνηκαν οχήματα και μοτοσυκλέτες της αστυνομίας
που φύλαγαν αθλητές σε κάποιο οίκημα. Περπάτησα όσο μπορούσα να φανώ
αμέριμνος. Ασφαλής ποτέ δεν ήμουν, είχα
τους λόγους μου.
Εκείνοι πρέπει να γνώριζαν, εκπαιδευμένοι, με λοξές ματιές παρακολουθούσαν,
επιθεωρούσαν προσεχτικά τη μορφή μου. Κάτι δεν πήγαινε καλά, φαντάστηκα ότι
ετοιμαζόντουσαν να με συλλάβουν.
Άτιμη θεια μου, πάλι τα μαγείρεψες, με πρόδωσες. Ποιος ξέρει πόσες φορές είπες την ιστορίά μου
και πότε σκάρωσες την σύλληψη μου.
Επιτάχυνα το βήμα μου, βρίζοντας. Ανέβηκα κατέβηκα τα πεζοδρόμια, άθελα
μου σκόνταψα κι έριξα μια μοτοσυκλέτα της αστυνομίας.
Πιάστε τον, ακούστηκε να φωνάζουν,
τρόμαξα άρχισα να τρέχω. Πρόβαλε και η θεια μου φρενήρης. Κρατούσε
εκείνο το σφουγγαρόπανο που καθάριζε πολυκατοικίες και με απειλούσε πάντα.
-Πιάστε τον, πριν αρχίσει και τα σπάσει όλα.
Πάλεψα για να ξεφύγω, έπεσα πάνω σ’ ένα καπό αυτοκινήτου. Φράκαρα
ανάμεσα σένα πέρασμα. Με περίμεναν. Με βούτηξαν τα σκυλιά, η θεια μου είχε
προλάβει να κολλήσει το σφουγγαρόπανο στο κρανίο μου.
Αυτό ήταν, όπως κάθε φορά, σαν να ’ταν η πρώτη φορά ή σαν να ’ταν παραμύθι,
με τράβηξαν στο γραφείο του εισαγγελέα.
-Περιμένετε, είπε ο αστυνόμος που καθόταν στον προθάλαμο.
Δίπλα στον εισαγγελέα η γραμματέας κάτι σκάλιζε και ψιθυριστά συζητούσε
μαζί του.
-Θα πάτε μετά να ακούσετε την Κάμπαγιε, τον ρώτησε.
-Πιθανόν, απάντησε με ύφος αβέβαιο ο Εισαγγελέας και χωρίς να κοιτάξει.
-Θα τραγουδήσει για την αγάπη;
-Θα τραγουδήσει για την ειρήνη δεσποινίς απάντησε ο εισαγγελέας.
-Και η αγάπη;
-Μας ενδιαφέρει η ειρήνη για να κάνουμε την δουλειά μας.
-Και η αγάπη; ξανά ρώτησε η γραμματέας.
Σήκωσε τα βλέφαρα ο εισαγγελέας κοίταξε, δε μίλησε, να έρθει ο επόμενος
είπε.
-Πάλι εσύ; Δεν με ήξερε.
-Πάλι ταραχές και σπασίματα. Δεν θα αφήσεις ποτέ την γειτονιά σου να
ησυχάσει. Άνθρωποι εργαζόμενοι!
Δεν είχα ξανασυναντήσει τέτοιο βρομόσκυλο. Εγώ εναντίων όλων ποτέ δεν ήμουν. Ακόμα και
όταν ήθελα να σπάσω στο ξύλο την Μάνα μου, και όλες τις μανάδες όλου του κόσμου
που κάνουν τέτοια παιδιά.
Ήθελε να με εξαγριώσει. Ποιός ξέρει γιατί; Κρατούσε σταθερά τον νόμο
στιλέτο.
-Με συλλαμβάνεται κύριε, του είπα ψυχρά.
Με κοίταξε, ξαφνιάστηκε για την ηρεμία μου, μ’ άφησε αρκετό χρόνο για
να φρεσκάρω την μνήμη μου. Ήθελε κάτι ακόμα ν’ ακούσει. Θα τον βόλευε η νευρικότητα
μου. Κάτι που θα του ’δινε την ευκαιρία να με γραπώσει. Ήθελα και εγώ να
χορτάσω.
-Δεν συλλαμβάνεται το κουλουάρ του έρωτα, του είπα ξεκαρδιστικά κι
έφυγε αυτή τη φορά από τα χείλη μου ένα κρύσταλλο και του χαράκωσε τον ώμο. Από
’κείνη τη στιγμή άρχισα να τρέμω.
-Δεν συλλαμβάνεται κύριε μου, επανέλαβα ούτε μέσα από τους νόμους σας,
ούτε μέσα από τους αστυνόμους σας.
Κι εκείνος δεν απάντησε ποτέ ξανά σε μένα.
-Πάρτε τον από δω. Παραδώστε τον στον τρελογιατρό, ούρλιαξε. Αυτός
είναι πιο ικανός να τον τακτοποίηση.
Με δυο κινήσεις τα σκυλιά κατάφεραν να με πιάσουν γερά απ’ τα χέρια. Τα
πόδια μου ήταν ελεύθερα.
-Δεν μπορείτε ποτέ να με συλλάβετε. Είμαι μοναδικός. Η ψυχή της έχει
υφή. Είμαι ο μοναδικός που το ξέρω. Δεν υπάρχει νόμος. Είσαστε ανίκανοι. Δεν
μπορείτε να μου απαγγείλετε κατηγορία.
Έδωσα μια κλωτσά στο γραφείο του εισαγγελέα. Χαρτοπόλεμος γίνανε όλα.
Χάθηκε ο εισαγγελέας πίσω στη σκόνη, κι εγώ μούγκριζα όπως ένα μικρό γουρούνι
αποχαιρετώντας τον.
Το ασθενοφόρο με μετέφερε επειγόντως. Οι νοσοκόμοι μου είχαν φορέσει
τον ζουρλομαντία και χωρίς καθυστερήσεις με τράβηξαν στο τρελογιατρό. Ο μικρός
γιατρός, ο γιατρός μου, άκουσε τις βραχνές πλέον κραυγές μου από μακριά, βγήκε
για λίγο έξω από το ιατρείο κι έδωσε εντολή να με δει πρώτος.
-Λύστε τον, είπε. Λύστε τον που
να πάρει ο διάολος…
Με γνώριζε, τον γνώριζα καλά. Με είχε απέναντι του κι αυτή τη φορά μου
φάνηκε χλωμός, εγώ εξαγριωμένος. Κάποια φορά μου είχε 'πει, πως εγώ έπρεπε να είμαι
στη θέση του, να θεραπεύω ψυχές.
-Κάτι ξέρεις παραπάνω φίλε μου. Ολόκληρη επιστήμη έχω διαβάσει και
τέτοια έκφραση δε βρήκα, αυτό το κάτι, «ότι
η ψυχή της έχει υφή».
-Τώρα τρέμω γιατρέ, του είπα.
-Δε σε φοβάμαι γι αυτό, κάτσε στη θέση μου. Θυμάσαι φίλε μου όταν σου έλεγα
ότι είχα κάποια προβλήματα με το κορίτσι μου. Τότε σου τα ’λεγα στην πλάκα για
να σου δείξω πως όλοι έχουμε προβλήματα και πως κάτι πρέπει να κάνεις και εσύ
τέλος πάντων. Έχεις όρεξη για ν’ ακούσεις.
Κούνησα το κεφάλι μου.
-Άκου λοιπόν φίλε μου, με πρόδωσε!
Τον άκουγα κι έτρεμα περισσότερο.
-Θέλεις κανένα χάπι για να ηρεμήσεις, σε βλέπω να τρέμεις περισσότερο.
-Όχι γιατρέ γιατί η κατάσταση είναι βαριά, πιο σοβαρή παρά ποτέ. Είσαι
χλωμός γιατρέ.
-Και συ συνεχίζεις να τρέμεις Άρη, με θυμήθηκε.
-Η πρώην δικιά μου καλπάζει όπως τις φοράδες στα καταπράσινα λιβάδια.
-Ενώ η δικιά μου -του βγήκα σφήνα- τώρα μετά από πέντε χρόνια θα ’χει
και παιδάκια. Χαμογέλασα νευρικά.
-Να είχα ένα παιδάκι και να το πήγαινα σχολείο.
-Είσαι τρελός μου είπε. Είσαι περήφανος εσύ. Και μη ξεχνάς, μόλις
άκουσα τις φωνές σου, έδωσα εντολή, όχι ηλεκτροσόκ. Κοίταξε με καλά Άρη, όχι
χάπια, όχι ενέσεις.
Συνέχισα να τρέμω, ένιωσα για πρώτη φορά σήμερα λίγη ανακούφιση, ήθελα
να ευχαριστήσω το μικρό γιατρό, τον γιατρό μου, θυμίζοντας του τα λόγια που μου
έλεγε άλλες φορές.
Ο εχθρός σφυρίζει πάνω από το κεφάλι μας και αρκεί μια σφαίρα μόνο.
-Στη περίπτωση μου, με διέκοψε ο γιατρός, η σφαίρα ήταν η κυρία,
ανέβηκε πάνω σε μια γυαλιστερή μερσεντές και στρογγυλοκάθισε.
-Αλλά εσύ δεν θα υποκύψεις, του είπα.
Δώσαμε τα χέρια, είπαμε μ’ ένα στόμα. Εγώ τρέμοντας αυτός χλωμός.
Όχι ηλεκτροσόκ, όχι χάπια, όχι ενέσεις. Αμυδρά χαμογέλασε.
-Αύριο θα υπογράψω για να βγεις από δω καθαρός.
Άναψε με τα σπίρτα ένα τσιγάρο, τα δάκτυλα του είχαν τρέμουλο.
-Γιατρέ είσαι χλωμός, γιατρέ τρέμεις και συ.
Πήγε να πιαστεί από την καρέκλα, προσπάθησα να κάνω κάτι, δεν πρόφθασα,
ξαφνικά λύγισε. Σπάραζε κι έτρεμε,
έτρεμε. Έβγαζε αφρούς από το στόμα. Έβρασε, ακούστηκε ένα ντουπ, ντουπ, γύρισαν
τα μάτια του ξανάστροφα και έμεινε στο τόπο.
Το τσιγάρο είχε πέσει στο πάτωμα ζωντανό ακόμη και κάπνιζε. Το
κοιτούσα. Μια κοιτούσα το τσιγάρο και μια το γιατρό. Ο γιατρός δίπλα μου ξερός.
Ένα νεκρό χαμόγελο με διαπέρασε. Πρώτη φορά έβλεπα ένα τσιγάρο να κρατά
περισσότερο από μια ζωή. Έσκυψα και το πήρα στα χέρια μου. Γιατρέ είπα έγινες
καπνός. Το ’βαλα στα χείλη μου. Ήταν πικρό δηλητήριο σαν τη ζωή μου, τη ζωή
του. Έφτυσα κάτω, και μέσα στο σάλιο έσβησα την καύτρα του. Γιατρέ επανέλαβα μη
μ’ αφήνεις. Με πήραν οι λυγμοί, γιατρέ μου είπα ξανά και ξανά, σε χρειάζομαι,
του σήκωσα στο τέλος το χέρι και το ’φερα στο μάγουλο μου.
Ένα ααααααα ..... έσβησε στους σκοτεινούς διαδρόμους. Ένα εεε γιατρέεεε μου. Και έπεσα δίπλα του
λιπόθυμος.
Η Κάμπαγιε, ποιος ξέρει μετά το στάδιο θα έτρωγε μια μεγάλη πιατέλα με
αφροδισιακά θαλασσινά.
Εμένα με σύρανε, με πέταξαν, με κλείδωσαν.
Όχι ηλεκτροσόκ, όχι χάπια, όχι ενέσεις. Κόψε, κόψε ταινία, προδοσίες,
και πέσε κάτω. Συνεχώς παραμιλούσα.
Ξημέρωσε σε κάποιο τρελάδικο του ΙΚΑ. Σηκώθηκα αργά, αργά και κόλλησα τα μάτια μου στο παράθυρο. Μέρες τώρα
την μόνη κίνηση που έκανα, δεν έτρωγα, δεν έπινα.
Κάθε πρωί ένας νεαρός έδινε ένα γλυκό φιλάκι σε μια μαθητευόμενη
νοσοκόμα. Αυτό ίσα που έβλεπα, το βλέμμα μου ίσα περνούσε, θολό.
Και το κορίτσι του νεαρού, να την, θα ροδοκοκκινίσει όπως τον ήλιο του
αυγούστου. Μετά θα γίνει λευκόσαρκο ροδάκινο. Τώρα στέλνει από μακριά το φιλάκι
της, το παίρνει ο άνεμος και το πηγαίνει στον αγόρι της.
Εκεί κολλημένος στο τζάμι κοιτούσα. Κόλλησα και το δάκρυ μου. Γιατρέ
ψέλλισα. Το βλέμμα μου μούγκριζε. Πίεζα πιο έντονα το πρόσωπο μου στο τζάμι.
Ναι είναι ο έρωτας, είπα. Πόσο χαίρομαι.
Σαν κι εμένα. Όχι, όχι σε μένα είναι η απόλυτη τρέλα ο έρωτας. Έμεινα μόνος
μου. Πίεσα το τζάμι περισσότερο, κάποια στιγμή έσπασαν όλα. Τώρα βλέπω να πετάω
παντού. Κρατάω το χεράκι της, τη
Βασιλική που η ψυχή της έχει υφή. Τώρα Βασιλική σε βρήκα, θα είμαστε για πάντα
μαζί!
Υ. Γ.
Χιλιάδες θραύσματα έπεσαν παντού. Αίματα, αίματα έτρεξαν. Το κεφάλι
πέρασε το μισό από το σπασμένο τζάμι. Το βάρος του κορμιού του το κάρφωσε στις
τζαμένιες λόγχες. Η καρωτίδα κόπηκε. Και το αίμα το αληθινό έσκασε σαν κόκκινο
τριαντάφυλλο. Και η μικρή νοσοκόμα με το νεαρό μετά τους ήχους και τα χρώματα, έβαλαν
τα χέρια στα πρόσωπα τους για να μη βλέπουν. Γονάτισαν μη έχοντας άλλη
αντίδραση, κοιτάζοντας μέσα απ’ τα ανοιχτά δάχτυλα εκεί ψηλά.
«Υποθέτουμε, και κείνος πριν ξεψυχήσει, μιλάμε για τον Άρη με αυτή τη
τραγική κίνηση υποκλίθηκε μπροστά στο μεγαλείο του έρωτα των παιδιών. Και η
απόδειξη, το αστραφτερό και όλο ικανοποίηση πρόσωπο μετά το φριχτό τέλος.
Ομολογώ μας ξάφνιασε. Με σιγουριά το λέω -είπε κάποιος κύριος στο συνεργείο της
τηλεόρασης- αν βλέπατε το κεφάλι μες τα αίματα τυλιγμένο, θα μπορούσε να ήταν
ένα θεόρατο κάστανο και να έμενε εκεί αιώνια καρφωμένο».
1-19 Αυγούστου 1997.
Kostis nil