Κανένας δε μ’ ονειρεύτηκε
και κανένα φως της αυγής.
Εννοώ, τα όνειρα μου
αν μιλάμε γι αυτά,
να τρέχω πάνω, κάτω
όπως καρδιοχτυπά το λαγουδάκι.
Αλλά μη, με ακούτε
μη βλέπετε ότι βλέπω,
ακούστε εαυτούς
κι
όπως, κατεβαίνετε μια μέρα
για δουλειά
έτσι αποφασίστε και πολεμήστε.
Γιατί, κανένας
δε σας ονειρεύτηκε
και κανένα φως της αυγής.
*
Όμως, θέλω να ξέρετε
θα γελάσω, αν είμαι χάρος
ή
θα πονέσω, αν είμαι Μάνα
και δω,
να σε ξεθάψει η γης.
Γιατί καλέ μου, μάθε,
θα ’ρθει
μια μέρα
κοίτα κι απ’ αύριο κιόλας
τον ουρανό,
θα δεις, μια τέτοια ασπράδα
και μη τρομάξεις.
Κι όσο, για μένα, τα όνειρα μου,
ζήτημα είναι αν είχα πάντα μ’
μια δραχμή.
Είχα μονάχα τον εαυτό μου
κι από τι θυμάμαι και το φως μου.
Δε μου λείπει τίποτα
σου λέω
μόνο, τι δουλειά είχα που γεννήθηκα
πάνω στη γη.
Βρέθηκα κατά μεσοίς του δρόμου
και δούλευα αβάντα,
είχα όμως πιει
-για να μη σας κρύβω τίποτα-
κι ένα μπουκάλι ρακί.
Όλα είχαν σχολάσει από μπροστά μου,
δε μισούσα
κανένα
κι όλοι με είχανε αθωώσει,
δε με ζητούσε κανείς,
γιατί, ζούσα τόσο καλά κι αυτό ενοχλούσε.
Όμως, μη, με αναζητήσετε
για θα χαθεί το φως μου.
Μη πείτε πως μπορώ κάπου
να χαθώ και να παίξω μαΐστρο.
Αφήστε, κύματα να υψωθούν
και σκοτώστε εχθρούς.
Αφήστε, γιατί κανείς δεν ήξερε
πως θα ’ρθουν τα πράγματα.
Πόσο, θα πάνε κανείς δε ξέρει.
Πόσο, πληρώνουν
αυτοί που δεν έχουν.
Πόσο, θα πληρώσουν
αυτοί που έχουν.
*
Όμως, στη μάχη
αν μιλάμε πάλι για σπαθί,
αν μιλάμε
για την επόμενη μάχη
και για προδότες.
Αν μιλάμε, για όλου εμάς
κι εσάς.
Χωρίς προειδοποίηση
και με τον ασθενικό μου χαραχτήρα,
θα σηκωθεί μια ψυχή,
όπως εννοούμε ξεδιπλώνετε η σημαία.
Γιατί εμείς, μόνο ψυχή βάζουμε,
μόνο φτερά έχουμε
και μ’
απαλό μολύβι
ζωγραφίζουμε
το μέλλον.
*
Κι είναι αλήθεια,
όπως σκάει ο ήλιος πρωί, πρωί,
το ίδιο ακριβώς, σκάει το χαμόγελο
ενός ολόγδυμνου μωρού.
Όπως, ακριβώς
ανοιγοκλείνει ένα λουλούδι,
με τέτοια χάρη
το φως συνοδεύει το σύμπαν
και μια τσιρίδα
κλάμα
απλώνεται στη πλάση.
Και σαν το τραγουδούνε τα
ποτάμια
σαν τα βουνά
του προσφέρουν καθαρό αέρα
κι οι θάλασσες το αγκαλιάζουν.
Γι αυτό,
τόσο ακριβή, είν’ η ζωή.
Γι αυτό,
το τίμιο ψωμί.
Γι αυτό,
τα πεζοδρόμια όλου του κόσμου.
Γι αυτό,
αν έχετε μυριστεί
χτυπάμε με το στήθος μας,
το σίδερο.
*
Να, εκεί έξω, σαν ένα πανηγύρι
συνεχίζει να παίζει η ζωή, το θάνατο
μέχρι να, αυτό το θέατρο του παραλόγου.
Γιατί,
αυτός που πεινάει δε τρώει
κι αυτός που κολυμπά, μόνο πνίγεται.
*
Όμως, θα σε φτάσω αν μιλάμε
για σπαθί,
αν μιλάμε, ποιος σε ποιόν χρωστάει.
Και μένα μου χρωστάτε πολλά.
Για παράδειγμα,
κάπου, κάτι έχω σημειώσει
αλλά θυμάμαι κι απέξω χίλια,
μου χρωστάτε,
ένα μολύβι που δεν είχα μικρός,
μου χρωστάτε
κι αυτό το γάλα που περισσεύει.
*
Κι αν, απόγινε η ζωή
κι ένα χέρι δε καταφέρει να με κρατήσει
ψηλά,
αν μουγκρητό και θυμός με πνίξει,
κι έρθει παράμερα
η αληθινή βία,
αν ακολουθήσουν βουβά
τα κύματα
κι Όλοι εσείς, δεν έρθετε σιμά μου.
Αναλογιστείτε, πως,
στη ζωή
στο θάνατο
στα όνειρα σας
κανείς, ποτέ,
δε θα σας συνοδεύσει.
*
Ξέρω, καλά,
κανέναν δε σκότωσε τόσο ο καιρός
δε χόρτασε, πιο πολύ ένα ζώο
και κανείς ποτέ,
μετά από άλλες δυο, χιλιάδες χρόνια
που έρωτας αλήθεια.
Ποιος, θα είναι ικανός
γι αυτό να μιλήσει.
Κι όταν, ακόμη,
θα επισκέπτεστε ιστορικά μουσεία,
σκοτεινές βιβλιοθήκες, ίσως με βρείτε
μπροστά σας.
(μα χωρίς, περίσκεψη, αφήστε
το αποτύπωμα σας, υπάρχει ακόμη αχτίδα φωτός).
Για το πώς, έζησα
πως πέθανα, πως τραγούδησα
πόνο και γλυκιά ζωή
πως απόκτησα ένα αληθινό ποδήλατο.
Κι ενώ, ήμουνα παιδί
έγινα γέρος κι απόθανα,
πως μπήκα, μέσα σ’ αυτό το βιβλίο
και κάποιος, μια μέρα
μετά από αιώνες με ξέθαψε,
πως έδιωξε από πάνω την αράχνη, τη σκόνη.
Πως, είδε, με ολόχρυσα γράμματα
όσα, κι εγώ δεν ήξερα
για όλα αυτά, για όλο τον κόσμο.
*
Κι αν, δε ακούσατε
πως,
στις μέρες μας, γεννιέται μια νότα
και ξάφνου κόπηκε, σαν να ’ταν λουλούδι,
αν δεν είδατε σε φιλμάκι
πως ζούνε σε φυλακές,
ή
δε νιώσατε πως,
νυχτώνει στις φτωχικές γειτονιές
αν δεν έτυχε, ποτέ να γνωρίσετε
τη γεωγραφία με τις χώρες
δε μάθατε
να μετράτε, τα πεθαμένα ποτάμια
ή
τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους,
αν δε ξέρετε
τι, πραγματικά περιέχουν οι πόλεις.
Μια μέρα, όποια, και να ’ναι
αποφασίστε και μπείτε νικητές,
καταλάβετε
τα κατώγια των τραπεζών
και βάλτε γραμματείς,
να μετρήσουν το εκθαμβωτικό θησαυρό.
Θα δείτε, πως ξέρεται ότι κι εγώ, ξέρω
κι ότι,
ποτέ, μα ποτέ δεν ονειρεύτηκα.
Αλλά, μέχρι τότε,
αν μιλάμε, μέχρι να ξεπλακώσει
η νύχτα
κι έρθει η αυγή,
Εμένα, ονειρευτείτε με
όπως προσέλθετε.
Κι αφού, για πρώτη φορά
κοινωνήσετε, θάλασσα , αλμύρα,
αφού, φτύσετε χολή
διαβάζοντας ποιητές,
αφού βάλετε
επί, των τύπων των ήλων τον επιούσιο.
Θα ’χετε, μάθει τόσα,
για τη μικρή μας ζωή,
τα χίλια βάσανα της.
Όμως, παρακαλώ όχι μόνο, λυπηθείτε,
αλλά γιορτάστε.
Γιορτάστε, αυτή τη μικρή μας ζωή,
σα να ’ναι, το πιο λαμπρό πανηγύρι.kostis nil
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου