27 Φεβρουαρίου 2019

παρά ταύτα, παλιά ροκιά σ’ ένα καφέ


*στα παιδιά της πίτσα Παρκ

ζητούνται συστάσεις κάτω απ’ τη βροχή
αν και χλωμό το πρόσωπό μου
ζητούνται συστάσεις κοιτώντας τον καθρέπτη
μια κίνηση του ματιού σου
ζητούνται συστάσεις με στίχους που ομοιάζουν
ως ελάχιστο
ανασυστήνονται οι παρουσίες, οι επίσημες σκιές
face, το πρόσωπό μου

οι φίλοι με περιγελούν, περιλούζονται
επισείουν μια κόλλα λευκή που γράφει τ’ όνομα σου
είπα κάποτε στον εαυτό μου
θα σοβαρευτώ,
θα κυλίσει τ’  όνομα μου, στην κοιλιά του Θεού
θα πιω αθάνατο νερό
θα γίνω διάσημος αστέρας
γύρω μου, ο κόσμος που λάμπει
συνάμα χαρτοπόλεμος, μπόμπες, ορφανή η κάθε λέξη

όμως εργάζομαι σ’ ένα καφέ,
γέροι εκπρόσωποι της αντεπανάστασης, αδημονούν
το πρώτο γερό ρακί καγχάζει, οι γέροι χασκογελούν
συνοψίζομεν: κάποιος διαρκώς ομιλεί
η πρώτη σύσταση του, αναφερόμενος στον Λεοπόρδο β΄

δεν έχω ιδέα, για την παραστατική των γεγονότων
ή για την τσακισμένη σελίδα, στα πέριξ
την επίσημη ιστοσελίδα
τον επίσημο δεσπότη
τον επίσημο εγκληματία
ή την αλεπού τον βασιλέα

ζητούνται συστάσεις για να μη χαθεί
η ολοσέλιδη εφημερίδα μου
το δημόσιο σήμα
που μέσα, κέλυφος μ' άδηλα σύνολα συνωστίζονται 
συστάσεις άπειρες
υστερόγραφα που ταξιδεύουν

εξιστορώ την ευγενή άμυλά μου
τη μέρα δίχως προορισμό, π’ ανήκουστα ενεφανίσθης
άσκεπος σε  δάσος, κάτω απ’ δυνατή βροχή
σχεδιάστηκα, πριν ανακαλυφθούν οι ομπρέλες
νέος, σ’ ασπρόμαυρες φωτογραφίες μέσ' στη λάσπη
σαν άλλοι ήρωες, μοναδικοί
χτυπημένοι απ’ άυλες σφαίρες
των άσημων στίχων
φαγωμένοι απ’ τη μούχλα, τα ποντίκια
θα νιώσουν τον κρύο ιδρώτα να καταρρέει
το ίδιο τους, το κορμί

από θαύμα, κάποιοι θα χάσουν την δύναμη τους
από θαύμα ξανά θα κερδίσουν
θα πουν είμαστε τ' αλεξικέραυνα, είμαστε κεραυνοί 
πλέεις θάλασσα, μέσ' στη δυνατή βροντή
σε δυσοσμίες περιττωμάτων του ζωικού βασιλείου
μετράς τα ορφανά μου βήματα, τα εναπομείναντα
μην αποκαλυφθείς
παρά ταύτα, φορώ το καπέλο μου στραβά
και μια μαχαιριά, βαθιά στα πλευρά με σφάζει
είναι παλιά η ροκιά σ' ένα καφέ, π’ ανοίγει τρύπες στα άντερά μου

Kostis nil – παρά ταύτα, παλιά ροκιά σ’ ένα καφέ – Φλεβάρης, 2019



23 Φεβρουαρίου 2019

δεν έχω λόγια


*στις δυο μου Μανάδες, Ελένη και Γκόλφω

κάποιος είπε, γεια σου Μάνα κι άρχισε η βροχή
είπε γεια σου Μάνα για τον δρόμο τον πνιγηρό
ο δρόμος ήταν ξερός κι η Μάνα μες το σάβανο της
λουλούδια μαβιά στόλιζαν τα σταυρωμένα χέρια της
όσο δε με φιλούσε, μαύρο σημάδι τ’ ουρανού
όσο περπάταγε, σκυφτό το σύννεφο απ’ πάνω της

θύμισέ μου το ουράνιο σώμα σου, εκείνο πού πονεί
δεν είναι που είδα όνειρο, πως ξέχασα να κλαίω
είναι που, μικρός, χαλίκια μάζευα μέσα απ’ το νερό
πετράδια αδαμάντινα, που τώρα στολίζουν το φέρετρό σου

στη γη παντοτινά, καιρός, σ’ άλλο σώμα βρέθηκα
σηκώθηκε η σκόνη στο φως, ενός ήλιου βαριά η αντάρα
άπλωσες τα φτερά σου τα χρυσά, θόρυβος το πέταγμα
κρυώνουν τα φτερά μου, σαν, σας κοιτάζω ψηλά να πετάτε

σας έχω ακούσει μακριά, άνεμος δυνατός σφαδάζει
κοιτάζω με θλίψη τα βλέμματά σας, σιγανά κάτι να λέτε
το χάραμα της μέρας, φωνές μας ορατές που ξυπνούν
χάνονται και σώνονται, μια θάλασσα αχόρταγη ν' αφρίζει

μα τι τυχερός, μέσα μου γεννήθηκα με δυο Μανάδες
με γλύκα μ’ ανοίγουν την καρδιά, λογιάζομαι σαν φάδι
με λέξεις κεντούν το πέταγμά τους, χαρούμενα πουλιά
σκληρό το μέσα μου, με δυο χτυπήματα μες την ορφάνια

διαφορετικά λογιάσατε, πονέσατε το σώμα σας
πάνω στη γη χαρταετοί, πέφτουν σαν σπάσει ο σπάγκος
ποτάμι έτρεξε η ζωή, άκουσμα που πήρε το νερό 
τα βάσανα είναι που ψέλνουν, η ευωδιά που γιαίνει τις πληγές
δεν έχω λόγια, στο μεγάλο πόνο, άλλο τα λόγια δεν χωρούν

Kostis nil – δεν έχω λόγια – παγωμένος Φλεβάρης, 2019


22 Φεβρουαρίου 2019

Τζέιμς Κοστίς, II


περπατώ το ποτάμι κάτω απ’ την έναστρη νύχτα
χωρίς θόρυβο τα βήματα μου, δίπλα απ’ τα κρύα νερά
κι απ’ τα τσακάλια που βοούν, δεξιά κι αριστερά της όχθης
κοιτάζοντας τ’ άστρα που, μια φλογίζουν και μια πνίγονται
αυτό είναι το ποτάμι με την σφηνοειδή γραφή
το πρόσωπο μου, τ’ άτυχο, πιάστηκε σε κείνο το δόκανο

παραμιλά καθώς περνούν οι ώρες, κι απομακρύνεται αλίβρεκτο
ήρθα να σε δω, μες στην κωλότσεπη έχω μια σπάνια φωτογραφία
κι όλο λέω για βήματα, για δρόμο που θέλω να ζυγώσω

ο Τζέιμς ήταν απ’ τα παιδιά που πήραν άλλο δρόμο, αυτό θα πουν
άλλαξε τ’ όνομά του, τη μέρα που, ήλιος έκαψε το κούτελό του
δεν μαρτύρησε σε κανένα, ούτε στον μπιστικό του
που χρόνια αδαμάντινος, ένας και μοναχικός, φύλακας

κι όπως στον Οδυσσέα στα πόδια του κοιμόταν, για ώρες
κοιμόταν για νύχτες, σκύλος
και ξύπναγε απ’ την αοριστία της σκήτης
τον αναγνώριζε, μόλις το πρόσωπο του, χωρίς ποτέ να γρυλίσει
ποτέ δεν τον πρόδωσε
το ξέρω, είναι απαίσιο τ’ όνομα Τζέιμς
κι ας όνομα του σκύλου μου, δανείστηκα

Τζέιμς με λένε, και σ’ είδα όνειρο, δεν ξέρω ποιος είμαι
δεν ξέρω το παλιό παλτό, το τριμμένο στις πέτρες
ούτε για τα παλιόρουχα, τ’ άρβυλα, τις διαθήκες
μπροστά μου τοπίο ασύμμετρο
απ’ εκείνο το βράδυ μ’ ένα μπουκάλι ρακί, λούζοντάς με
το χώμα που πατώ, ποιος δεν ξέρει από πηλό
το χώμα κάτω απ’ τα χώματα, έλιωσε τα κεριά των νεκρών
μνήμη δεν έχω, τ’ όνομά μου, Τζέιμς Κοστίς

Kostis nil – Τζέιμς Κοστίς, ΙΙ – Φλεβάρης 2019

21 Φεβρουαρίου 2019

Κίτρινες μαργαρίτες



αλογόκριτος είναι ο χρόνος, με το θάνατο του αποθησαυρίζω
το κορμί μου ήταν εκείνο, ήταν σπαθί ενός νέου αγοριού στα δεκαέξι
η θάλασσα κουρσεύει, ανυπάκουη κι αχόρταγη
όπως πάντα το πιο γρήγορο δάκρυ κυλά, απ’ άκρη

με λευκά θα ντυθώ, θαρρώ, γδαρτός 
στο γυμνό της κορμί, ρέει ακόμα άφθονο χρυσάφι
τα πέταλα εκείνα ανεμίζουν, στου Ερμή το κεφάλι

ξέρω, οι χειμώνες έχουν πολύ κρύο σαν δεν μαζέψεις ξύλα
όμως η καρδιά μου είναι ακόμα ζεστή
έτσι κι αλλιώς, μια ζεστή αγκαλιά με τίποτα δεν αλλάζει
του θεϊκού έρωτα, όπως ξέρω έραψαν τα χείλη
και το σκαρί μου στ' αχόρταγα νερά, εκεί γύρω
ξεβγάζουν όλα του έρωτα, ένα σωρό μπιχλιμπίδια
που μέσα στο χρόνο, τα εγώ του σκουριάζουν σαν κίτρινες μαργαρίτες

Kostis nil - κίτρινες μαργαρίτες - Φλεβάρης 2019


15 Φεβρουαρίου 2019

Το κομμένο αυτί του Στρατάρχη


Μου είπαν πως πρέπει να μιλήσω μ’ αγάλματα
Εκείνα τα πεσμένα κάτω κι απ’ φύλλα δέντρων
Σαν περιδιαβαίνω το νυχτερινό μονοπάτι μου
Στο πάρκο τα βήματα, ωχρά και τεμπέλικα κυλούν
Με τζόγο λειψό, σαν κελάηδημα πουλιών που ρίγησαν

Ακτίνες χιαστές εκείνες ενός φωτεινού άντρα
Που η ιστορία σφράγισε, με μάρμαρο να στέκει 
Μαργαριτάρια ο θόρυβος κι ο χρόνος τα σκούριασε
Το περπάτημα σου διαβάτης αυτό τυχαία αναστάτωσε
Ξεγύμνωσες την σπάθα και βρίζοντας έκοψες τ' αυτί του

Έμαθα πως κανένα άγαλμα π’ ακολουθεί, δε μιλά
Στάθηκες μπροστά του προσοχή κι έγινε το μάρμαρο χαλί
Κάτω απ’ τα κίτρινα των δέντρων φύλλα, σαν λάφυρα
Πίστεψέ με διαβάτη έκανες λάθος με ’κείνη την επιγραφή
Μίλησα μ’ άλλο άγαλμα, κι άλλο άγαλμα έστησαν εδώ
Αυτόν τον ξέρω καλά, είναι από 'κει στην ιστορία
Κι ας καμαρώνει καβάλα στ’ άλογο, για το αίμα π’ έπνιξε

Τ’ όνομα αποκάλυψε την ιστορία και ποιοι είναι εχθροί
Σ’ άλλο πάρκο οι επιγραφές δεν έχουν μιλήσει ακόμα
Μια κάποια μνήμη σαν σφαίρα στο στήθος του διαβάτη
Είναι που βλέπει, είναι που σκέφτεται αιώνια μάχες
Πήρε την σπάθα κι έκοψε τ’ αυτί του Στρατάρχη, για να σωπάσει
Το μαρμάρινο αυτί έπεσε στα ξερά φυλά των δέντρων
Μα ο Στρατάρχης παραστέκει ζωντανός, μες στις σελίδες του ΙΙ τόμου

Kostis nil - Το κομμένο αυτί του Στρατάρχη - Φλεβάρης 2019

13 Φεβρουαρίου 2019

Τζέιμς Κοστίς, I


είμαι το νερό που τρέχει, είμαι ο Τζέιμς
είμαι το βουνό που πίνει, είμαι ο Τζέιμς
με κομμένο δάχτυλο, αίμα που τρέχει, είμαι ο Τζέιμς
παλιόρουχα βρωμισμένα φορώ, είμαι ο Τζέιμς
δέντρο μου η λεμονιά, απ’ τ' αγκάθια γδάρθηκα

σ’ όλο το δρόμο δεν είχα νερό, είμαι ο Τζέιμς
σ’ όλο το δρόμο, μου είχαν κλειστά τα μάτια, είμαι ο Τζέιμς
αγριόχοιροι ξεσκίζουν τις σάρκες μου, είμαι ο Τζέιμς
βλέπομαι, θηλιά απ’ χορδή να κρέμομαι

Τζέιμς μου εξιστορείς εκείνη την μέρα,,,
έρεβος
κεφάλια απ’ σκυλιά, εκείνοι ψήνουν ομαθιές
Τζέιμς, Τζέιμς, Τζέιμς…
στους άγριους τοίχους έμειναν καρφιά
σταυρώθηκαν τα συνθήματα του Τζέιμς Κοστίς

Kostis nil - Τζέιμς Κοστίς, Ι - Φλεβάρης 2019