περπατώ το ποτάμι κάτω απ’ την έναστρη νύχτα
χωρίς
θόρυβο τα βήματα μου, δίπλα απ’ τα κρύα νερά
κι
απ’ τα τσακάλια που βοούν, δεξιά κι αριστερά της όχθης
κοιτάζοντας
τ’ άστρα που, μια φλογίζουν και μια πνίγονται
αυτό
είναι το ποτάμι με την σφηνοειδή γραφή
το
πρόσωπο μου, τ’ άτυχο, πιάστηκε σε κείνο το δόκανο
παραμιλά
καθώς περνούν οι ώρες, κι απομακρύνεται αλίβρεκτο
ήρθα
να σε δω, μες στην κωλότσεπη έχω μια σπάνια φωτογραφία
κι
όλο λέω για βήματα, για δρόμο που θέλω να ζυγώσω
ο
Τζέιμς ήταν απ’ τα παιδιά που πήραν άλλο δρόμο, αυτό θα πουν
άλλαξε
τ’ όνομά του, τη μέρα που, ήλιος έκαψε το κούτελό του
δεν
μαρτύρησε σε κανένα, ούτε στον
μπιστικό του
που
χρόνια αδαμάντινος, ένας και μοναχικός, φύλακας
κι
όπως στον Οδυσσέα στα πόδια του κοιμόταν, για ώρες
κοιμόταν
για νύχτες, σκύλος
και
ξύπναγε απ’ την αοριστία της σκήτης
τον
αναγνώριζε, μόλις το πρόσωπο του, χωρίς ποτέ να γρυλίσει
ποτέ
δεν τον πρόδωσε
το
ξέρω, είναι απαίσιο τ’ όνομα Τζέιμς
κι
ας όνομα του σκύλου μου, δανείστηκα
Τζέιμς
με λένε, και σ’ είδα όνειρο, δεν ξέρω ποιος είμαι
δεν
ξέρω το παλιό παλτό, το τριμμένο στις πέτρες
ούτε
για τα παλιόρουχα, τ’ άρβυλα, τις διαθήκες
μπροστά
μου τοπίο ασύμμετρο
απ’
εκείνο το βράδυ μ’ ένα μπουκάλι ρακί, λούζοντάς με
το
χώμα που πατώ, ποιος δεν ξέρει από πηλό
το
χώμα κάτω απ’ τα χώματα, έλιωσε τα κεριά των νεκρών
μνήμη
δεν έχω, τ’ όνομά μου, Τζέιμς Κοστίς
Kostis nil
– Τζέιμς Κοστίς, ΙΙ – Φλεβάρης 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου