*στις
δυο μου Μανάδες, Ελένη και Γκόλφω
κάποιος
είπε, γεια σου Μάνα κι άρχισε η βροχή
είπε
γεια σου Μάνα για τον δρόμο τον πνιγηρό
ο
δρόμος ήταν ξερός κι η Μάνα μες το σάβανο της
λουλούδια
μαβιά στόλιζαν τα σταυρωμένα χέρια της
όσο
δε με φιλούσε, μαύρο σημάδι τ’ ουρανού
όσο
περπάταγε, σκυφτό το σύννεφο απ’ πάνω της
θύμισέ
μου το ουράνιο σώμα σου, εκείνο πού πονεί
δεν
είναι που είδα όνειρο, πως ξέχασα να κλαίω
είναι
που, μικρός, χαλίκια μάζευα μέσα απ’ το νερό
πετράδια αδαμάντινα, που τώρα στολίζουν το φέρετρό σου
στη
γη παντοτινά, καιρός, σ’ άλλο σώμα βρέθηκα
σηκώθηκε
η σκόνη στο φως, ενός ήλιου βαριά η αντάρα
άπλωσες
τα φτερά σου τα χρυσά, θόρυβος το πέταγμα
κρυώνουν
τα φτερά μου, σαν, σας κοιτάζω ψηλά να πετάτε
σας
έχω ακούσει μακριά, άνεμος δυνατός σφαδάζει
κοιτάζω
με θλίψη τα βλέμματά σας, σιγανά κάτι να λέτε
το
χάραμα της μέρας, φωνές μας ορατές που ξυπνούν
χάνονται
και σώνονται, μια θάλασσα αχόρταγη ν' αφρίζει
μα
τι τυχερός, μέσα μου γεννήθηκα με δυο Μανάδες
με
γλύκα μ’ ανοίγουν την καρδιά, λογιάζομαι σαν φάδι
με
λέξεις κεντούν το πέταγμά τους, χαρούμενα πουλιά
σκληρό
το μέσα μου, με δυο χτυπήματα μες την ορφάνια
διαφορετικά
λογιάσατε, πονέσατε το σώμα σας
πάνω
στη γη χαρταετοί, πέφτουν σαν σπάσει ο σπάγκος
ποτάμι έτρεξε η ζωή, άκουσμα που πήρε το νερό
τα
βάσανα είναι που ψέλνουν, η ευωδιά που γιαίνει τις πληγές
δεν
έχω λόγια, στο μεγάλο πόνο, άλλο τα λόγια δεν χωρούν
Kostis nil – δεν
έχω λόγια – παγωμένος Φλεβάρης, 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου