23 Ιουνίου 2020

Μέταλλο άυλο


Μια γυναίκα, κίτρινο σεντόνι,- όμοιο κίτρινου πυρετού
Μια άλλη φορούσε, κίτρινα του αγέρα, στολίδια
Μια γυναίκα: με θαλασσιά, μπλε σκουλαρίκια
Μια άλλη στο ανηφόρι, περιπλανώμενη,
Μια γυναίκα, υποκλινόμενη στην εύμορφη καρδιά μου   
Μια άλλη αντίγραφο - Μόνα Λίζα - χάθηκες σαν τσιγγάνα.

Μα εσύ, εσύ, η μοναδική,- μοναδική αγαπημένη!
Θάλασσα κι άμμος,- απείρως αδιόρθωτη
Το κορμί σου χιτώνας  κι ένα σώμα ταλαντεύει,
Το βλέμμα, κύκλος απ’ φωτιές,- άσβηστη η νύχτα
Το αίμα στάζει,- απ’ του κάκτου την κοφτερή ματιά.

Μα είσαι αγαπημένη -  πια -  των ονείρων γυναίκα,
Σε ουρανό και γη, μέταλλο,- άυλο,
Ποτέ σου, δεν σ' ένοιαξε, σαν ρόδακας ανοίγεις
Κι ο στεναγμός απογυμνώνει, περίσσια πνίγει.

Πέρασα την κίτρινη έρημο, μ' αναμνήσεις
Κι έγινα καράβι που ταξιδεύει σε μπλε επιφάνειες,
Κι έγινα κρεβάτι ουρανί, βλέποντας τη θαλάσσια τρούφα
Τα ξέφτια, τα θέλγητρα, τα μαραμένα σου, χύδην.

Κι έμειναν πίσω, δεμένες κλωστές
Αξημέρωτα, στο άδειο τραπέζι,- τα μάγια
Τα μάτια αφηγούνται: ομοίως πίδακες, νούφαρα
Ψάχνω, σε ψάχνω. Ω! τι καλά,- στα όνειρά μου
Εσένα, ίδια: γυναίκα της ερήμου!
Καίεις, ως εκάφτη η άμμος: καίεις ως, ο αχάτης της καρδιάς μου.

Kostis nil – Μέταλλο άυλο – Ιούνιος 2020


22 Ιουνίου 2020

Οι χτύποι της καρδιάς


Τα άλογα έτρεχαν αλαφιασμένα, για να ξεπεράσουν τον εαυτό τους,
Οι μυστικοί χτύποι τ’ αργαλειού, καλούν τον αέρα ξανά να κεντήσει
Τα παράθυρα πάντα ανοιχτά, κι ήλιος πολιορκεί με τα τζιτζίκια
Τα μικρά παιδιά κρέμονται, πάνω στις κορομηλιές με τα ξινά,
Ο έρωτας προμηνά: το τραγούδι του χωρισμού, κυλάει με το ποτάμι.

Σε μια άκρη του μαντηλιού, το μονόγραμμα κρεμάει τον θάνατό του
Τα νήματα του ταξιδιού, σφιχτοδεμένα τραβάνε μαζί τους καράβια
Όλα εξυφαίνονται: λευκό και κόκκινο, φιλιά και τριαντάφυλλα
Αλλά τα τραγούδια του αργαλειού μαζί με τους θρήνους,- τα τραγούδια
Η νυχτερινή μορφή της σελήνης συνεχίζει: περιπλανόμενη κι αδιάφορη.

Kostis nil – Οι χτύποι της καρδιάς – Ιούνιος 2020


18 Ιουνίου 2020

Το δαχτυλίδι

Έκλειψη ηλίου: Οι εντυπωσιακές εικόνες από το «δαχτυλίδι της ...

Το δαχτυλίδι

Άπλωσε, πάλι ετούτος ο Ιούνης, τα ολόχρυσα σπαρτά του
και ήλιου το καπέλο φαίνεται αστείο, ψηλά απ’ τα κυπαρίσσια
κάτι μαγειρεύεται: σιωπηρά απ’ τα σώματα τους
μέρα: μια μέρα, μεσημέρι προδήλως ουρλιάζω, στ’ όνομά του.

Δεν ακούγεται πια καταμεσήμερο, ο βαρύς ήχος του θανάτου
νύχτα εξυφαίνεται: θανάσιμα μίση κατά παράδοση
τα σπαρτά, για εφέτος εις μνήμη: των εδικών μου πλασμάτων
του Βαν Γκογκ τρελές θίνες, στριφογυρνούν κι αναταράσσουν.

Θέατρο είναι που κιτρίνισε: καρδιές, του συναπτού κόσμου
και τα κοτσύφια ξέμειναν σ’ απόκρυφες φυλλωσιές
κάτω απ’ του πλατάνου πληγή,τ όνομα κρεμασμένο
κι ένα νερό: άφωνο, αντέγραφε στερνή λαλιά.

Τις έναστρες νύχτες του Ιούνη, κάθομαι και συλλογιέμαι
τη νέα γη, που θάβει τα φανταχτερά φορέματά της
όσο προλαβαίνει, όσο ματώνει,- τόσο μεσουρανούν
τόξα, βέλη χρυσά, στο βωμό: θυσία δένει, το δακτυλίδι του θανάτου.

Kostis nil – Το δαχτυλίδι – Ιούνιος 2020

13 Ιουνίου 2020

Λογάδην

empathy [ενσυναίσθηση]


Λογάδην

Έμπλεα μάτια, ξανά ορίζουν, σημάδι από ποτάμι,
Που εσώτερο μπουμπούλιασμα: χρωμάτων, λουλουδιών
Εσένα φως, εκείνα από γυμνά βουνά,- όλα τους καμωμένα
Όλα, που μες, σε γλάστρες, άνθη στη δυστυχία τους.

Τ’ άλλο κορμί: κορμιά, φαρδιά - πλατιά, από ναυάγιο
Μουγκά σαν πλέουν, δίπλα σε γλάρους, στα βαθιά
Ορθά, κοφτά, ακούγεται τραγούδι κι ας θαλαττών,
Ακούνε την καρδιά: πλην θάνατος, σέρνει τα σάβανά τους.

Κι όλα, πλην μαργαριταριών,- βαθύ το σκάλισμα
Του γλύπτη, πριν: στα φυσικά ουράνια παραδώσει
Εκείνων των καρπών: η τύχη που έφερε, η τύχη ξέμεινε
Στα δυο τα μάτια, τα δυο σου χέρια,- ψυχρά σταυρωκοπούν.

Και κάπου, λέξεις, από αυγή τη μέρα,- μεσουράνησαν
Ήλιος απ’ άκρη, μέσα του έκλεισε: νησιού λαμπρή περιβολή
Μ’ αυτήν αλήθεια οι γλάροι, από ψηλά, μονάχοι:
Άλλο δεν κρώζουν, μηδέ τα ρήματα,- πλήττουν τη συμφωνία.

Για ανοιχτό το πέλαγος, για πελαγίσια τα φτερά,- για, πέταξα
Τα έμπλεα: θλίψη των οφθαλμών, το κοίταγμά τους
Είναι η ψυχή, ακροθιγώς: πυκνή βροχή που τρέχει --
Κουρντίζει το ποτάμι, κουρντίζει πόνο,- λογάδην τα πέλαγα της.

Kostis nil – Λογάδην – Ιούνιος 2020


7 Ιουνίου 2020

Το πέρασμα του χρόνου


Life, a journey through time, Frans Lanting - iFocus

Το πέρασμα του χρόνου είναι εδώ,- άγριων λουλουδιών καρπός
Λευκών ημερών, πετούν σαν περιστέρια,- λευκά περικάρδια νερά
Διάσημων νερών που αλόγιστα ενώθηκαν σε κοίτες,- άρρητα
Τα σύννεφα κι αυτά εδώ, ντύνουν χλωμά,- ρύμες τα σπίτια τους.

Μα εγώ, είμαι πιο ψηλά, απ’ ένα πουλί, που,- μες στην λαγκαδιά
Μα εγώ, διψώ, σαν ένα πουλί π’ έριξε,- μια πρώτη του βουτιά,
Μα εγώ σημάδι, πρώτο και τελευταίο του ουρανού,- απόρησε
Όσο εσύ ατέλευτο μαχαίρι, όλων των αισθημάτων, πληγάδι,- λεύκας.

Το πέρασμα: άσπροι κροτάφοι, γλιστράνε αθέατα,- στα κάτω χάη
Το πέρασμα: μοντέρνο κύμα μαρτυρεί, λουτρό της λεωφόρου αίμα
Πόλεις, από πόλεις, που μέσα εκεί ξαναγεννιέμαι,- σε δρόμους έρμους
Σάρκα απ’ τη σάρκα, ύλη: το μυθικό πουλί τυφλά, πως,- παρελαύνει.

Όψιμα τα σημάδια, κρυφές πληγές, το λέει ψιθυριστά ένα τραγούδι
Καράβια περιδιάβαστα: πέρα, σε νοητό μπράτσο χαραγμένα
Της άμμου, στόμα χρυσό, π’ αστερίας ξέμπαρκος, πως,- καμαρώνει,
Κι ήλιος εδώ, ο απανταχού στ’ απέραντο, γλιστράει - ξεγλιστράει.

Αναγιγνώσκω τ’ αρχέγονα βουνά, που αέρηδες κατακρημνίζονται
Το βουητό, ανάμεσα σε ρυάκια που τρέχουν ολόσωμους κορμούς,
Κλειστά τα μάτια, σκιές: ζώντας χαρά,- σπονδή στους ύμνους
Όσο ανεσπέρα η νύχτα: μια ενασχόληση, επανάγνωση, επαγωγή.

Μα ο χρόνος, είναι χρόνος, προσμετρά,- βαριά τα μέταλλά του
Κάποια φορά τα βήματα σκίζουν με φόβο,- λαβύρινθου το παραμύθι
Τα σύννεφα: χρυσός που σκούριασε, στη πρώτη μας συνάντηση
Το πρόσωπο: κρασί και νέκταρ, γυμνό φιλί, πηχτό κρατεί το αίμα.

Μα εσύ ατέλευτο ονείρων, όλων των αισθημάτων, σημάδι,- λεύκας
Μαχαίρι, ως ανήκουστος χρόνος που,- συχνά πανηγυρίζει
Μετέπειτα λουλούδια θα κλείσουν μέσα τους, τ’ ανέσπερο
Α! των κεριών, θρος: παραμονεύει σε κάθε φύσημα, στο κάθε βήμα.

Kostis nil – Το πέρασμα του χρόνου – Ιούνιος 2020



4 Ιουνίου 2020

Γκουβέρνο των ονείρων

Φωτογραφίες ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα

Μα είναι ονειρεμένα, σαν δάκρυα της κούνιας
και σαν νερά, κάτω στην ακροθαλασσιά,- πληγές
των αναμνήσεων, καθώς μια βάρκα απ’ μακριά
καθώς ψηλά στα νέφη, ήλιος αποκρυμμένος.

Και η μιλιά: αμίλητος κι ακίνητος σαν προσβολή
κοιτώ απ’ δίπλα, των ανθέων πλούσια περιβολή,
και στον ορίζοντα, ένα καράβι κινεί όπως παλιά,
μα χάθηκε το μπολερό, αψάδα γλυκιά του κύματος.

Εμένα μου, ποια βήματα, έως σε τούτη την ακτή
τα πόδια μου, να βρέξω, σε θάλασσα πρωτόγνωρη,
την κάθε μέρα, σαν ένα αγέρα που, στριφογυρνά
στο αναπέταμα, μοιάζει αγάπης, δεύτερη ακτή.

Μα δες το κύμα, καράβι μου, τώρα στο αχταρμά,    
βαθιά σε κείνα, πέλαγα, που γλάροι κρώζουν,
κρώζουν και χάνουν στο βυθό, σταυρό του λιμανιού,
απάνεμο των αναμνήσεων και των απαίσιων στιγμών.

Μα είναι η θάλασσα, σαν κούνια εκείνου του μωρού
που μόνο εκεί, μιας το ταξίδι, αρνέει και κοιμίζει
δεν κλαίει, δεν θυμάται, πάντα, με τ’ ανοιχτόχρωμο καπέλο
και μια γυναίκα δακρύβρεχτη, απ’ άκρη, μαβιά έχει τα χείλη

Μα τόσο μακριά, όσο κοντά είναι όλα, μια συμφορά
σαν νέφη που περιέρχονται, ψυχρά κρυφοκοιτάζουν
σαν κύματα θεόρατα ή ανάσκελα με γλώσσες πύρινες
γκουβέρνο των ονείρων, εν μέσω αέρηδων, των μισητών.

Όλα τώρα, τ’ ουρανού, και θάλασσας απλώνεται σεντόνι    
και μέσα εκεί, χωρίς καράβια, ξέμειναν όλα τα πανιά
τα μόνα ορατά που έμειναν με χίλιες αναμνήσεις,
των ταξιδιών ανέλπιδα, στο ντόκο έδεσαν των λιμανιών.

Είναι κι η άλλη μου καρδιά, τα ρέστα της, όλα ψιλά
μια πίσω, όλο μπροστά, όπου ο άνεμος ξανά παιγνίδι
σαν το σκουπίδι σε τούτη την ακρογιαλιά, με γυροφέρνει
σαν το πανί, βαθιά στο πέλαγος, μια σκύλα το σωπνίγει. 


Kostis nil – Γκουβέρνο των ονείρων – Ιούνιος 2020

Η τελευταία βροχή του Μάη

Τα Λουλούδια Του Μάη Βροχή Άνθος - Δωρεάν φωτογραφία στο Pixabay

Επότησε ετούτη η βροχή εφέτος, Μάη μέρα, τα άνθη της
χάιδεψε έπειτα ο ήλιος του ουρανού, όλα τα αγαπημένα του,
μα πιο αγαπημένο, και πιο νοσταλγικό, πολύ μακριά από εμένα
άλλου ανθού, άνθος, που φαίνεται σαν πως, εύλογα κρυμμένο
μακριά μου, πολύ μακριά, απ’ το πότισμα της φετινής βροχής.

Άνθος, που τώρα έρχεται ο καιρός κι ο Ιούνης ξεκαθαρίζει
από μεθαύριο, θα ξεραθούν ή όπως ξανά, ένα νέο χρυσάφι,
θα ’ναι σπάρτα, όλο χαρά κιτρινίζουν, θα ’ναι χρυσάφι μου
όσο χρυσάφι, εγώ θα νοσταλγώ, αλλάζοντας πως, σεντόνια
αλλάζοντας εικόνες, με την θωριά την πλούσια, την ανεπίλυτη.

Και τα άλογα που οι χαίτες κι αυτές άψογα χρυσίζουν,
ενός ήλιου που, από καιρό ξέρει να γείρει,- σε μια άκρη
χρυσός δίσκος καταβολεύεται, κάπου σαν όνειρο,- δύει
κάπου στο δειλινό, τελευταίο πέταγμα,- το βλέμμα λυγίζει,
κάπου προς το κύμα - δε θα ’θελα - φοβάμαι ετούτη τη θάλασσα.

Φοβάμαι, που η βροχή του Μάη έρχεται προς το τέλος
που τα άνθη αδιόρατα, αλλά και ορατά, με το νερένιο φόρεμα,
φόρεμα τους, και τις σταγόνες, π’ αργά κυλούν σαν παραμύθι,
εσένα προμηνύουν, του έρωτα, το πιο απαλό άγγιγμα μου,
το βελούδο, τον άνεμο, στα μέρη σου έρχεται,- σέρνει φιλί.

Όνειρο φοβάμαι, όπως τ' ατέλειωτα όνειρα,- ενοικούσα υπερβολή,
μα τι άλλο, σαν την απρόσμενη βροχή, σαν εκείνα τ’ απρόσμενα βράδια
εγώ μου, ταξίδευα πάντα μου, εσένα μου πάντα συναντούσα:
στο δειλινό, κάτω απ’ τούτη τη βροχή, που άνθος της νιότης:
χρυσαφένιο κορμί, το γλυκό σου χαμόγελο, το θεσπέσιο χρυσαφένιο φιλί.


Kostis nil – Η τελευταία βροχή του Μάη – Μάιος 2020