29 Φεβρουαρίου 2020

Επτά σπαθιά


Ο αγέρας σαν φυσούσε τα  πανιά του,
μικρό πολύτιμο νόμισμα ψηλά στον ουρανό.
Πολύτιμο κόσμημα αιωρείται!

Αγέρας σαν αποφάσισε πάνω απ’ τη γέφυρα,
πέρασε άφοβα την περίστυλη αυγή,
και δεν ήταν άλλος, μες στο σούρουπο και νύχτα
Εκείνος έσπρωχνε το μοναχικό μαύρο καράβι!

Σ’ απόλυτο χρόνο, πανιά αχνοβλέπουν από μακριά
μια πεταλούδα ονειρευόταν σαν άνθρωπος.
Το ρομάντζο πωλείται,
όσο η ωχροκίτρινη σελήνη, το σπλάχνο της αιωρείται!

Η πόλη της αφήγησης,
Η πόλη, ενίκουσα άνοιξε τις πύλες της:                
επτά όψεις, στην είσοδο όπου μικρά πιστά λιοντάρια
όπου: το ακριβό, το δίκαιο, το ωραίο, 
η φρίκη!
οι στίχοι, το πιο ηδονικό, η πίστη στο βαθύπλουτο ουρανό!

Όψεις επτά με την αφαίρεσή τους:
τα μάτια κι ένα χέρι του ανθρώπινου λόγου.
Αόρατος σύντροφος του απομακρυσμένου σώματος,
λογομαχίες με λέξεις, σιωπές ως,- τελευταίο ασπασμό!

Ο αγέρας, εξέθεσε τον αυτήκοα μάρτυρα,
σαρώνει τις πρασιές των λουλουδιών.
Σε 'κείνα τα παρτέρια το νόμισμά του,
λαμπερή πλημμυρίδα ενός ατέλευτου ονείρου.

Και μια άλλη όψη, ψηλά στο ημεροβίγλη,
Εκείνο το φως, ανάμεσα από υγρά σπαθιά-
με την αδύναμη λάμψη τους.
Επτά σπαθιά αιωρούνται, όσα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Kostis nil – Επτά σπαθιά – Φεβρουάριος 2020



24 Φεβρουαρίου 2020

Άχνες του Φλεβάρη


Γαλήνια που ’ναι η βροχή
Τα νυχτοπούλια με χάρη χύνουν το αίμα τους
Αίμα γέμισε το φεγγάρι,
Στο πουκάμισο σου τ’ άσπρο, αίμα θα στάξει!

Αίμα ο δρόμος, έβαψε όλη την νύχτα
Κι ένα μάτσο λουλούδια
Τα βήματα, στερήθηκαν το θάνατο τους
Στο είπα, σαν φώναζες: το αίμα, απ’ κάπου σταλάζει.

Κι η νύχτα πήρε χάραγμα,- των οματιών σου
Που η αυγή ζήλεψε, για να βαφτεί
Μελί τα χείλη, μελί πηχτό σαν νύχτα
Βαθύ, σημάδι στο πέτο,- ψημιθευτή η πληγή.

Ο δρόμος βάφτηκε, εξόδιος ακολουθεί
Ουρλιάσματα λύκων, φωνές των δικαστών!
Μια νέα μέρα, κομίζει τα ρούχα στο ποτάμι
Εκεί το αίμα ξεπλένει, λούζει το σώμα της, η Φρύνη.

Και δεν είναι πουλιά, σ’ ένα άδειο όνειρο
Σαν μαζώνουν και κλείνουν φτερούγες                     
Στη κάθοδο μια βουτιά, οι μολυβένιες τους μύτες
Σκάβουν στο φως, κι ύστερα τι, τιβ, απόηχο

Και δεν είναι όνειρα, όμοια, ή άδεια, πουλιά
Σημάδια φτερωτών, με πορφυρό αίμα
Κάτω απ’ την ταπεινή, θλιβερή μου όψη
Σάμπως πληγή, έξω απ’ το σώμα – κορμί, μ’ εξωθεί.

Και είναι πως, ένα πουλί λαβωμένο πιπιρίζει
Φορούσε ρούχα που δεν φοριούνται
Λασπόνερα, κάτω εκεί, κάτω απ’ σκοτεινή αχλή
Που το ποτάμι θολό, νεκρό τραγουδεί.

Και είναι τα χρόνια, μυρωμένα τα βράδια
Μια πεταλούδα στο τζάμι, τραυματισμένη
Πάνω και κάτω, θαμπά, μα τόσο βλέπω
Ήχους ας βλέπω, ήχους ακούω,- έξω σκιάζει σιγή.

Το ρούχο μου, γυμνό,- προσκέφαλο στο Φλεβάρη
Φαντάστηκα πως, άχνες του ονείρου
Ζεστά μου στήθη, γοργά καρδιοχτυπούν
Προφέροντας μ’ ευγένεια, περίσσια του ποταμιου τη βουή.

Kostis nil – Άχνες του Φλεβάρη – Φεβρουάριος 2020


23 Φεβρουαρίου 2020

Σιωπηλό παραμύθι


Ένα σύννεφο σέρνει μια μπόρα
ανοίγει ρωγμές
Κι απομακρύνει μυστικά,
ανοίγει μια καρδιά, π’ απομακρύνει.

Τα δάχτυλα σάμπως, τυλίγονται          
στ’ αυγάτεμα της νύχτας
Η αγάπη σάμπως,
ένα σύννεφο του κουρσάρου κουρντίζει.

Απ’ ένα άγριο τριαντάφυλλο, μια όχθη               
ένα μάτσο, διάσπαρτα αγκάθια
Κόκκινο κρασί ρέει,- σαν αίμα
ροδόπνοα πνέουν, χρυσάφι στον άνεμο.        
          
Ένα σύννεφο στην οργή, μια αράδα    
ένα σύννεφο πέτρινο,
Ένα κοτσύφι, με ολοκίτρινη μύτη
βαθιά μες στην απόλυτη σιγή.                       

Μινύρισμα μιας βροχής, επιστρέφει                       
το φως διακαώς σπαρταρά,                            ,
χορεύει και σβήνει
Κι άστρα σκεπάζουν, ρόδα λευκά.

Σε ρόδα λευκά, κρυφά μυστικά
αποκοιμίζουν
Τα μυστικά, με ροδόσταμο
σαν χάδι τυφλό, φτάνει στη πόρτα σου.                                                      

Όνειρο μισό, αδιάφανο φεγγαριού
μετάξι των λουλουδιών,
αραχνοϋφαντο
Της άνοιξης μάτια: κλειστά - ανοιχτά.

Η άνοιξη μαγική, μεθά, πεταρίζει
μεσοπέλαγα σώνεται του θεού δαχτυλίδι
γαϊτανάκι μου γνέφει,
των λουλουδιών βουβά σβουρίζει,- σιωπηλό παραμύθι.

Kostis nil – Σιωπηλό παραμύθι – Φεβρουάριος 2020


21 Φεβρουαρίου 2020

Να σε πω, τη μοίρα σου!


Το χείλος μιας μελωδίας, βουτάει στο χρυσάφι
Που μέσα της κυλάνε σπαράγματα--
ας πούμε πονεμένα.
Σαν απρόβλεπτη του απογέματος κάθε σιγή,
και κάθε ξέσπασμα.

Η ηχή, η θύμηση, η νύχτα:
Ένα παιδί μέσα ’κει κρύβει τους θησαυρού του
Μια Τσιγγάνα με φανταχτερό φόρεμα, εθεάθη
--να σε πω, τη μοίρα σου!

Με θάμπος ένα χέρι, χτένιζε τα σγουρά κατάμαυρα μαλλιά
Ήτανε ήλιος, ίσως καθρέπτης το χέρι
Μια μάνα χτένιζε το άνθος της--
Μια που άνθος, το χτένισμα, η ομορφιά του,
αψιμαχία με όλα τα υπαρκτά, εχθρικά ζωύφια.

Ούτε άλλη ακτή, σαν πλησίασε την άμμο·
Oύτε απόλυτα ναυαγός μια που ακόμα είχε κάτι να φάει.
Μαλλιοτραβηγμένος, όσο οι χρυσοί αστερίες--
Κάπου τελειώνει αυτός ο κόσμος,
φορώντας τα καλά του· σε κείνη την ονειρική παραλία.   

Αυτή η θάλασσα... καθώς τα νοερά θλιμμένα μάτια του
Είμαι Τσιγγάνα! εκείνη απάντησε,
και μια της, μιας, βούτηξε στα δροσερά νερά σαν γοργόνα.
Ασήμαντη δεν είναι η στιγμή!
Ασήμαντη η μοίρα!
Ακούνητες έμειναν απ’ τα χείλη,- φτωχές οι λέξεις των γλάρων
Που στον αέρα, στο φως,- νεκρό της σώμα
η θάλασσα· ολοφλόγινη την Τσιγγάνα - γοργόνα έπνιξε.


Kostis nil Να σε πω, τη μοίρα σου! – Φεβρουάριος 2020



20 Φεβρουαρίου 2020

Ακοπανιαμέντα πάνω στο χιόνι


Το χιόνι πατώ το παγωμένο
Άλογο λευκό, η φορεσιά σου
Εικόνα σεβάσμια, τοπίου το θαύμα
Ανάσα η φωτιά, πού χουχουλιάζει μέσα μου

Χειμώνας βαθύς, σ’ μια άπιστη αγκαλιά
Μια αγκαλιά φωτεινή εγώ βλέπω
Βαθιά στο χειμώνα, απ’ μακριά τα βιολιά
Κάποιοι ξενυχτούν, πίνοντας στο μπουκάλι ρακί

Μα είναι θαύμα, κάτι, που μόνο θαύμα
Είναι όνειρο πάνω στο χιόνι
Πάλλευκη ή με φόρεμα πάλλευκο
Λευκότατη μ’ ολόμαυρα ή κατακόκκινα μαλλιά.

Το σαράκι απ’ άκρη, τρώει, πίνοντάς με
Τα βιολιά απ’ το πολύ, βαριά στενάζουν
Πηγαίνεις κι έρχεσαι πατώντας ελαφρά
Ένα χιόνι, ελαφριά μια αγάπης
              
Κανένας ποτέ, ούτε ακόμα θυμάμαι
Σκέψεις έχω και μια ανάμνηση
Ακοπανιαμέντα, τυχάζουν στ’ αυτιά μου
Το ρακί στο γυάλινο, στο γυαλί κρυσταλλώνουν

Με ονειρεύτηκα,- είπα όνειρο!
Μην  κοιμάσαι με πεντάμορφη, εις ανάμνηση
Μην γυρνάς στη κακόφημη γειτονιά
Μια που σκύλοι, γύρω, κι αφεντικά καγχάζουν

Τα βιολιά καθώς ξεκουρντίζουν
Της αγάπης μου μοιάζουν, να έχουν αυτιά
Ο γιε, γιε μου, θα μου ’λεγες!
Τα βήματά σου πάρε κι απομακρύνσου
Απ’ τη φωτιά του χειμώνα, απ’ το παγωμένο το χιόνι.

Kostis nil – Ακοπανιαμέντα πάνω στο χιόνι – Ιανουάριος 2020


13 Φεβρουαρίου 2020

Άραχλο ρεύμα


Όπου αυτή η φωτιά απαγγέλλει-
η φωτιά καίει φαρμακερά
σ’ ένα σώμα,
βρέχει και δροσίζει τα ξυπόλυτα φτερά μου!

Θαρρείς πως πετάνε, οι λυγίζουσες λεύκες
ανταύγειες ενός νερού, που ταράσσονται
Αυτή η σιγαλιά, πλέει και είναι θρος,
θρος και θάνατος που κρυφά παραμονεύει.

Απόρησα, στο καθρέπτη ετούτης της νύχτας
η φωτιά να μην φωτίζει, άλλο μέσα μου.
Τα μάτια σαν άγριου ζώου που απ’ μακριά
μέσα μου σάμπως πληγή, μυστικά για ώρες.

Η χάρη μου, είναι το χλωμό πρόσωπο
το πρόσωπό μου, στη λευκή προσώπου λεύκα.
Τα δέντρα μπερδεύονται σαν φτερούγες,
φωλιές, κλαδιά πλέουν, στο άραχλο ρεύμα!

Και κάτω, κάτω απ’ την ουράνια σκέπη
η οπτασία έρημη, όμοια ακρούει:
Τα δυο χέρια μου ψηλά, σκιές από καλάμια
γυμνά πλέουν, στη μισοσκότεινη οκτάβα.

Μια ησυχία με υποχρεώνει να φαντάζομαι
μια μάσκα που σβήνει,- τρέμει.
Τα κύματα με τις νυφάδες απ’ τις λεύκες
το φόρεμα τους το λευκό, τ’ ανέγγιχτο.

Κήποι με ρόδα, ήρθε η ώρα,- ξεντύνουν
τις ευωδιές που ένα γύρο, κι άξαφνα
Στο δωμάτιό σου λάμπουν, σα λάμπα φωτίζει
Όλα τ’ αρώματα, τ’ άπληστα βιολετί αρώματά σου!

Kostis nil – Άραχλο ρεύμα – Φεβρουάριος 2020




9 Φεβρουαρίου 2020

Η στιβάδα


Πέτρινη υψώνεται η φωνή
απ’ μια καρδιά που βαριά στενάζει.
Η στιβάδα: όπως πάντα,
με αγάπη για το εσώτερο σπλάχνο της-
Έτσι καθώς τα μάτια: φτενά δαφνόφυλλα μοσχοβολούν.

Κάτω απ’ την φεγγαρίσια όψη,
κάπου ακούγεται γλυκόπικρο τραγούδι·
βασίλειο ακόμα εκείνη η νότα                          
μιας και μοναδικής,- μίσχος τα δάκρυα της!
Διωγμένη απ’ τον Δία, κατέβηκε στον κάτω κόσμο
βόμβοι, ή- στεναγμοί γλιστράνε-
Απ’ εκείνο το βουνό κατρακυλούν!

Εικόνες του τοπίου: άραγε,- ουράνιο ανοίγει τόξο
Των ανθρώπων εμφανεί, κεχαριτωμένη,- η θεία χάρη.
Μια ζωγραφιά ως πέρα τα χωράφια,
απ’ του ήλιου ένα φτερό που πάνω του κρέμομαι--    
Χρώματα τ’ ακριβά·
μια ζήση, μέχρι, μέχρι,- ο θάνατος!
Ακούγονται, λέξεις και πύρινοι λόγοι.                   

Έπειτα από πολύ κόπο,
θυμίζοντας αναμνήσεις ενός άγονου δρόμου-
Κάτι ας πούμε, ηλιόφτερα σπασμένα:
Ένα ολόκληρο πρωινό τρέχουν τα δάκρυα
έκλεινε κι άνοιγε διάπλατα η αγκάλη,
Ξαναγεννημένος από χάρη,- μικρό παιδί
που, με στανιό γυρνούσε πίσω τη ζωή του!
Τώρα που οι αιωνόβιοι κορμοί,- των πιο ψηλών δέντρων
ακόμα δεν κείτονται,- όπως τα ποτάμια
Ακόμα δεν τρέμουν, ή,- η γη, σφίγγει με τέχνη τον πνιγμό τους.

Έβαλε έπειτα το κορμί του, σε δοκιμασία  
κι αργά, αργά!
Εκείνο το σώμα, πού, ποιος ξέρει;
και ποιος τώρα μπορεί να θαυμάσει!
Στα δυο όρθιος, σαν άνθος που έγινε δέντρο:
με ύψος μέτρα δυο, καμάρι,- στον αψηλό ουρανό!
Καμάρι μου,- του φώναξε η φωνή!
Από ’κει που πίστευε πως τάχα, η μάνα-
ερχόταν κι έφευγε με την ασπράδα του μαντιλιού της.
Από εκείνη την λαγκαδιά ερχόταν ο αχός,
αγέρας ήταν,- που έμοιαζε με φωνή:
Μα κάποια μέρα, σμίκρυνε το φως των αστεριών                        
φιδίσιες κουλούρες εφάπτονταν!
Λόγια ετούτα και κεραμίδια που μες σ’ ένα χειμώνα
Νερό έτρεχαν, νερό έσταζαν,- στα κατάβαθα νοερά μάτια του.

Kostis nil – Η στιβάδα – Φεβρουάριος 2020

5 Φεβρουαρίου 2020

Το ποτάμι του Ηρακλείτου!


Θα μπορούσε να είναι ένα ποτάμι
πού, μοιάζει με παραμύθι,- τα πρόσωπά του
Θα θάμπωνε απ’ τα κλαδιά και τους καρπούς-
τα σταφύλια που πάνω του καθρεπτίζονται! 

Ως κάτω, μέχρι την ακτή,- κήποι οι μελωδοί
τη ροή του ποταμιού να τραγουδούν.
Κολυμπώντας με τα φτερά και με στίχους
Τα νερά που σμίγουν και πνίγονται,
αβοήθητα στη πολύβουη, την πλατιά θάλασσα.

Στα καλά καθούμενα, ξάφνου ονειρεύομαι
και τα νερά από δίπλα, παραβγαίνουν.
Και πάλι ήρεμα και τρισεύγενα, θλιβερά!
Ώσπου μια ορμή, που παρέσερνε μόνο πουλιά
το ποτάμι το αγαπητό, ανοίγεται ολοένα.

Παρέμεινα όμως μακριά, τρισεύγενος!
από φόβο πιάστηκα απ’ ένα κλαδί.
Ανέλπιδα τα νερά γύρω με περιφρόνηση-
εκείνα που έγκλειστα με παρακαλούσαν
Μαζί τους κι ας πνιγόμουν, μαζί τους, περήφανα!

Και είναι όνειρο μες στο νερό,- ολόγδυμνος
όταν στο όνειρο αποκοιμιέσαι!
Το κορμί μέσα εκεί,- την κάθε μέρα
Ο αμφορέας που, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια,- θρύψαλα
Τ’ αστέρια αξάφνου, χύνονται στη θάλασσα.

Μα το ποτάμι ανήσυχο, φαίνεται πια,
το πρόσωπό του αγνώριστο.
Ακόμα, κι αν, οι καρποί, που χαϊδεύονταν στο νερό
Μόνο ένα φίδι,- σε μια άκρη
σκαρώνει τους κύκλους, πάνω απ’ το βυθό.

Να που, τα νερά τόσο άκαρδα!
Με μιας, βουτάνε, και μια, να σκίζουν
πάνω ψηλά με άνεμο, έπειτα κάτω απ' το όνειρο 
χορεύουν, χορεύουν, χορεύουν!
Ο χρόνος ασύλητος, το ποτάμι του Ηρακλείτου συνωμοτεί!


Kostis nil – Το ποτάμι του Ηρακλείτου – Φεβρουάριος 2020