Ο αγέρας σαν φυσούσε τα πανιά του,
μικρό πολύτιμο νόμισμα ψηλά στον ουρανό.
Πολύτιμο κόσμημα αιωρείται!
Αγέρας σαν αποφάσισε πάνω απ’ τη γέφυρα,
πέρασε άφοβα την περίστυλη αυγή,
και δεν ήταν άλλος, μες στο σούρουπο και νύχτα
Εκείνος έσπρωχνε το μοναχικό μαύρο καράβι!
Σ’ απόλυτο χρόνο, πανιά αχνοβλέπουν από μακριά
μια πεταλούδα ονειρευόταν σαν άνθρωπος.
Το ρομάντζο πωλείται,
όσο η ωχροκίτρινη σελήνη, το σπλάχνο της αιωρείται!
Η πόλη της αφήγησης,
Η πόλη, ενίκουσα άνοιξε τις πύλες της:
επτά όψεις, στην είσοδο όπου μικρά πιστά λιοντάρια
όπου: το ακριβό, το δίκαιο, το ωραίο,
η φρίκη!
η φρίκη!
οι στίχοι, το πιο ηδονικό, η πίστη στο βαθύπλουτο ουρανό!
Όψεις επτά με την αφαίρεσή τους:
τα μάτια κι ένα χέρι του ανθρώπινου λόγου.
Αόρατος σύντροφος του απομακρυσμένου σώματος,
λογομαχίες με λέξεις, σιωπές ως,- τελευταίο ασπασμό!
Ο αγέρας, εξέθεσε τον αυτήκοα μάρτυρα,
σαρώνει τις πρασιές των λουλουδιών.
Σε 'κείνα τα παρτέρια το νόμισμά του,
λαμπερή πλημμυρίδα ενός ατέλευτου ονείρου.
Και μια άλλη όψη, ψηλά στο ημεροβίγλη,
Εκείνο το φως, ανάμεσα από υγρά σπαθιά-
με την αδύναμη λάμψη τους.
Επτά σπαθιά αιωρούνται, όσα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Kostis nil
–
Επτά σπαθιά – Φεβρουάριος 2020