Όπου αυτή η φωτιά απαγγέλλει-
η φωτιά καίει φαρμακερά
σ’ ένα σώμα,
βρέχει και δροσίζει τα ξυπόλυτα φτερά μου!
Θαρρείς πως πετάνε, οι λυγίζουσες λεύκες
ανταύγειες ενός νερού, που ταράσσονται
Αυτή η σιγαλιά, πλέει και είναι θρος,
θρος και θάνατος που κρυφά παραμονεύει.
Απόρησα, στο καθρέπτη ετούτης της νύχτας
η φωτιά να μην φωτίζει, άλλο μέσα μου.
Τα μάτια σαν άγριου ζώου που απ’ μακριά
μέσα μου σάμπως πληγή, μυστικά για ώρες.
Η χάρη μου, είναι το χλωμό πρόσωπο
το πρόσωπό μου, στη λευκή προσώπου λεύκα.
Τα δέντρα μπερδεύονται σαν φτερούγες,
φωλιές, κλαδιά πλέουν, στο άραχλο ρεύμα!
Και κάτω, κάτω απ’ την ουράνια σκέπη
η οπτασία έρημη, όμοια ακρούει:
Τα δυο χέρια μου ψηλά, σκιές από καλάμια
γυμνά πλέουν, στη μισοσκότεινη οκτάβα.
Μια ησυχία με υποχρεώνει να φαντάζομαι
μια μάσκα που σβήνει,- τρέμει.
Τα κύματα με τις νυφάδες απ’ τις λεύκες
το φόρεμα τους το λευκό, τ’ ανέγγιχτο.
Κήποι με ρόδα, ήρθε η ώρα,- ξεντύνουν
τις ευωδιές που ένα γύρο, κι άξαφνα
Στο δωμάτιό σου λάμπουν, σα λάμπα φωτίζει
Όλα τ’ αρώματα, τ’ άπληστα βιολετί αρώματά σου!
Kostis nil – Άραχλο ρεύμα – Φεβρουάριος 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου