Το χείλος μιας μελωδίας, βουτάει στο χρυσάφι
Που μέσα της κυλάνε σπαράγματα--
ας πούμε πονεμένα.
Σαν απρόβλεπτη του απογέματος κάθε σιγή,
και κάθε ξέσπασμα.
Η ηχή, η θύμηση, η νύχτα:
Ένα παιδί μέσα ’κει κρύβει τους θησαυρού του
Μια Τσιγγάνα με φανταχτερό φόρεμα, εθεάθη
--να σε πω, τη μοίρα σου!
Με θάμπος ένα χέρι, χτένιζε τα σγουρά κατάμαυρα
μαλλιά
Ήτανε ήλιος, ίσως καθρέπτης το χέρι
Μια μάνα χτένιζε το άνθος της--
Μια που άνθος, το χτένισμα, η ομορφιά του,
αψιμαχία με όλα τα υπαρκτά, εχθρικά ζωύφια.
Ούτε άλλη ακτή, σαν πλησίασε την άμμο ·
Oύτε απόλυτα ναυαγός μια που ακόμα είχε κάτι να
φάει.
Μαλλιοτραβηγμένος, όσο οι χρυσοί αστερίες--
Κάπου τελειώνει αυτός ο κόσμος,
φορώντας τα καλά του· σε κείνη την ονειρική παραλία.
Αυτή η θάλασσα... καθώς τα νοερά θλιμμένα μάτια του
Είμαι Τσιγγάνα! εκείνη απάντησε,
Είμαι Τσιγγάνα! εκείνη απάντησε,
και μια της, μιας, βούτηξε στα δροσερά νερά σαν γοργόνα.
Ασήμαντη δεν είναι η στιγμή!
Ασήμαντη η μοίρα!
Ακούνητες έμειναν απ’ τα χείλη,- φτωχές οι
λέξεις των γλάρων
Που στον αέρα, στο φως,- νεκρό της σώμα
η θάλασσα· ολοφλόγινη την Τσιγγάνα - γοργόνα έπνιξε.
Kostis
nil – Να σε πω, τη μοίρα σου! – Φεβρουάριος
2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου