Σαν ένα πρωί τ’ Αυγούστου, o ήλιος
με τα χρυσά, ξαίνει,- κίτρινη λεπίδα.
Ξεσηκώνει αλαφρά τα φύλλα των δέντρων
και πουλιά στο πρωινό ξύπνημα τους-
ακόρντα πιάνουν, σκουλήκια και μύγες!
Ήρθες απ’ ψηλά, και χάμω ζωύφια ξεφεύγουν
κάπου ξεφεύγουν,- σαν περπατάνε στο πουθενά.
Των χειλιών άπραγος,- του θαύματος
των ονείρων που έξω, φωτίζουν, χρυσό το στόμα!
Ανέβηκες ακόμα πιο ψηλά,- ηλιοφώτεινε!
Πιο ψηλά, από ’κει,- είδες κι άκουσες:
φτερουγίσματα σε κλαδιά, πιο πυκνά,- φυλλωσιές
στις ηλιοφάντρες ελιές μου, και στα πρινάρια.
Άκουσα εκείνη τη μουσική, πού,- χτένι
μόνο ένα κοτσύφι, ξέρει, λαγαριστά
κάτω απ’ τη γλώσσα, νεράκι τρέχει-
Κάτω απ' τον ήλιο, φωτίζει: παραθύρια ανοίγει
Κάτω απ' τον ήλιο, φωτίζει: παραθύρια ανοίγει
Να ο ήλιος κι ένα φίδι, σημάδι αμέριμνο,- να
μια οχιά που μόλις το φόρεμά της:
μετάξι υφαντρό κρέμασε, στου ήλιου το κλαδί
στο πέρασμα, παγίδα οκνή,- δηλητήριο στάζεις!
Γύρισε τ’ αλώνι, ένα γύρο,- κίτρινα στάχυα
άγνωστα τρέχει, ολόγυρα, χρυσός.
Λαμπερό,- το πλέξιμο του καλαθιού, τα καλούδια
Λαμπερά,- τα κίτρινα αστάχυα, που ανείπωτα
κουβαλάς.
Kostiw
nil – Κίτρινα αστάχυα! – Ιανουάριος 2020