27 Ιανουαρίου 2020

Κίτρινα αστάχυα!


Σαν ένα πρωί τ’ Αυγούστου, o ήλιος
με τα χρυσά, ξαίνει,- κίτρινη λεπίδα.
Ξεσηκώνει αλαφρά τα φύλλα των δέντρων
και πουλιά στο πρωινό ξύπνημα τους-
ακόρντα πιάνουν, σκουλήκια και μύγες!

Ήρθες απ’ ψηλά, και χάμω ζωύφια ξεφεύγουν
κάπου ξεφεύγουν,- σαν περπατάνε στο πουθενά.
Των χειλιών άπραγος,- του θαύματος
των ονείρων που έξω, φωτίζουν, χρυσό το στόμα!

Ανέβηκες ακόμα πιο ψηλά,- ηλιοφώτεινε!
Πιο ψηλά, από ’κει,- είδες κι άκουσες:
φτερουγίσματα σε κλαδιά, πιο πυκνά,- φυλλωσιές
στις ηλιοφάντρες ελιές μου, και στα πρινάρια.

Άκουσα εκείνη τη μουσική, πού,- χτένι
μόνο ένα κοτσύφι, ξέρει, λαγαριστά
κάτω απ’ τη γλώσσα, νεράκι τρέχει- 
Κάτω απ' τον ήλιο, φωτίζει: παραθύρια ανοίγει

Να ο ήλιος κι ένα φίδι, σημάδι αμέριμνο,- να
μια οχιά που μόλις το φόρεμά της:
μετάξι υφαντρό κρέμασε, στου ήλιου το κλαδί
στο πέρασμα, παγίδα οκνή,- δηλητήριο στάζεις!

Γύρισε τ’ αλώνι, ένα γύρο,- κίτρινα στάχυα
άγνωστα τρέχει, ολόγυρα, χρυσός.
Λαμπερό,- το πλέξιμο του καλαθιού, τα καλούδια
Λαμπερά,- τα κίτρινα αστάχυα, που ανείπωτα κουβαλάς.

Kostiw nil – Κίτρινα αστάχυα! – Ιανουάριος 2020



24 Ιανουαρίου 2020

Τα άλμπατρος του ωκεανού


*όπου:- Μπωντλαίρ!

Μια ομάδα άλμπατρος με τα τεράστια φτερά τους,
πετούν πάνω απ’ τις μπλαβισμένες σέρες μια θάλασσας-
Τα μάτια κλείνουν για ώρες τα υπερπόντια πουλιά
που, με ψυχρό σαν κλάμα, παράξενο
πάνω στο κατάστρωμα,- ενός άσημου πλοίου προσγειώνονται! 

Βλέποντας σημάδι: το άλμπατρος εμπρός μου φτερουγίζει.
Ήσυχη νύχτα, το βράδυ θα έχω,
έμπλεων άστρων, αστεριών ως πέρα,-
κι ας ξεκρεμιούνται,- στον μακρινό, μαύρο ορίζοντα.

--Σε πυκνά, πίσω τα δάση
κορμιά στις αγκάλες με νεοσσούς, ράμφη-
Καταρράχτες ξετρέχουν,
Και μες στο σώμα, απ’ ριζώματα ξεπηδούν θεόρατοι βράχοι
πάνω απ’ εκεί πετώντας,- του άλμπατρος φτερούγες:
κραυγές, κρωξίματα, σπάζουν τον φλογερό αέρα-
Μακριά απ’ την ακτή, μακριά απ’ τ’ ουρανού,- θαλάσσια κόψη.

Μετέπειτα, εκείνο τ’ άλμπατρος,- πουλί
σαν κουραστεί,
κουπιά, πανιά, φτερά,- που ελάχιστα λυγίζουν 
Το άλμπατρος μου ταξιδεύει: την περιπλάνησή του
Τα θαλάσσια νερά, οπίσω του αφήνει,- νηστικά! 

Απόψε σ' ονειρεύτηκα άλμπατρος-

Πίσω μου στίχοι, και σ' ένα γύρο, Μπωντλαίρ!
Κι οι σύντροφοι τ' Οδυσσέα, μαζεύτηκαν 
ζυγιάζοντας του άλμπατρος κοφτερή ματιά!
Ω! εσύ των ποιητών θαλάσσιος μίσχος. 
Ω! θαλάσσια φτερούγα
πίσω και εμπρός, απ’ τα μυστικά περάσματα.
Πρώτη εσύ τρισεύγενη - άλμπατρος του ωκεανού, άγνωστη αγκαλιά!

Kostis ni – Τα άλμπατρος του ωκεανού – Ιανουάριος 2020




23 Ιανουαρίου 2020

Την όμορφη Ζυρίχη!


*στου Ερμή το σγουρό κεφάλι

Έχω μια πόλη, εκτός απ’ την πόλη μου
ακούω να λένε: τ’ όνομα της, Ζυρίχη.
Στο τζάμι κολλάω,- πέρα, ποια, πολύ μακριά
ν’ ακούσω, μια που, ανάσα γνώριμη:
Ένα τραγούδι, ένα τραγούδι, δικό της!

Στο λέω! κάπου είναι αυτή η πόλη, ψάχνω:
δική μου ή,- είναι δική τους, ολάκερη.
Οι νύχτες λένε, πιο, παγωμένη, λευκή νύμφη
ποιο λεμόνι και ποια λεμονιά παγωμένη!

Όμως δεν γνώρισα κι ας μακριά, αυτή η πόλη.
Δίπλα σε ποτάμια κατοικεί, στα γάργαρα
με κορίτσια γάργαρα, απ’ του ήλιου κρυμμένα.
Μα γέρασα, τι ρωτώ, μωρός σαν ποιητής.

Πόλη κι αυτή δίπλα των αστεριών, ερμηνεύει.
Μιας αγωνίας και βόμβος των δρόμων,
χύνονται νερά, και ποτάμια απ' τα γύρω,- βουνά
Μέγας ο θησαυρός! σοκολάτες, ή,- τα ξίφη κρυφά.

Η πόλη δεν είναι δική μου, είναι δική τους!
Η Πόλη δική τους, π’ αλωνίζει.
Όχι μ’ άλογα, αλλά με στίχους, γλυκές σοκολάτες
Όχι με στίχους, μα μόνο ποιήματα, σεπτά.

Απόψε σε κατακτώ, πόλη δικιά μου,- Ζυρίχη.
Απόψε οι στίχοι μου, πολιορκητικός κριός.
Τις πόρτες τα κάστρα και τα ποτάμια σου,
δεν χύνω το αίμα μου, το ποίημά μου εξακοντίζω!

Άσε! μου είπαν, την πόλη, μια πού,- σ’ άλλο αδερφό,
σε ’κείνο τον Ψηλό,- του Ερμή το σγουρό κεφάλι.
Εκείνο τον Ψηλό, απ’ άλωση ξέρει, - πόλεων Ελληνικών!
απ’ λέξεις, ποιήματα ξέρει:- την όμορφη Ζυρίχη ξεχειμάζει!

Kostis nil – Την όμορφη Ζυρίχη – Ιανουάριος 2020



20 Ιανουαρίου 2020

Γαβγίσματα του σκύλου


Γαβγίσματα του δειλινού υμνούν,
τ’ απόγευμα εναλλάσσει: τ’ άπλετο φως.
Αργά, αργά τα έπιπλα του δωματίου σκοτεινιάζουν.
Πάλι τα έπιπλα καθώς το φως, πρωί, πρωί, στο παραθύρι.

Σε βρήκα φως καθώς χαράσσονται ψιλές γραμμές-
ψιλές τσιρίδες, ενός μωρού που άφθονα γεννιέται!
Έτσι πρωί,- καθώς πρωί, πρωί το φως,
Την άλλη βράδυ,- το πρώτο βράδυ
Έρχεται σκοτάδι,το ποίημα άρον,- σιγά, αργοπεθαίνει

Πάλι τα έπιπλα: φως, με σκοτάδι
Πάλι τα έπιπλα: σκοτάδι, φως
Οικεία βήματα μες στο δωμάτιο:-
τόσο μακριά, τόσο, σκιές ν’ ακολουθούν.
Κληματαριά ανά,- καταρριχάται: μαύρα σταφύλια!

Και είναι πρωί, κάθε πρωί ένα μελίσσι:
Σταφύλι φως, σαν ρόγες σταφυλιού, κρεμιούνται.
Οι ρόγες τραγουδούν, οι ρόγες να χορεύουν,
Μελίσσι, σεπτά απ’ άνθος
Γαβγίσματα μεσουρανούν, ηχούν μεσημεριού.

Ώσπου, αργά, σαν έρθει αργά τ’ απόγευμα,-
εκείνη, η ώρα, η κοφτερή!
Το μέλι έτρεξε μες στην κυψέλη,
σ’ αυτήν κηρήθρα, κρύβονται οι φωνές, το ποίημα
κι εδώ σεπτά, αράδες!                   
Ώσπου, μια που, εκείνο το σκοτάδι, έπιπλα
έρχεται η ώρα, το κουρασμένο αηδόνι να σιωπήσει.

Στους δρόμους, γαβγίσματα του δειλινού υμνούν
Στους έξω δρόμους,- θλιμμένα γαβγίσματα του σκύλου μου!

Kostis nil – Γαβγίσματα του σκύλου – Ιανουάριος 2020

18 Ιανουαρίου 2020

Το καραβάνι της ερήμου


Τα σημάδια ψάχνοντας, και τις κορυφές
μακρινών βουνών-
Κοπιαστικά βήματα που ανηφορίζουν,
ξέσκισμα ρούχων, απ' ξωτικά, έχνη:-
ξεμάτωμα γονάτων, απ' τ' άγιο τάμα!

Μια κορυφή, ή,- οι πιο μακρινές-
οπτασία σε μιαν αγκάλη, όασης φως,- της ερήμου.
Με κόπο οι καμήλες, αντικρούουν ριπές τ' ανέμου
παραβολές, ή οι λέξεις,- τελευταίες σταγόνες.

Κάτω απ' φεγγάρι, που μόνο, περιφέρεται
το καραβάνι της ερήμου.
Η τύχη, οι λεύγες, και τα σημάδια των αστεριών
ψιθυριστά μόνο οι στίχοι, μοιραία σαν το νερό.

Λόγου: "νερά καθαροφλοίσβιστα!"
Χάρτης της άμμου, χάρτης της ερήμου
Εσωτερικές συγγένειες,- ως νέος σειριακός
σκώτια πού, μυστικά περικλείουν:
Όλες τις γεύσεις, όλες τις σπάνιες, καθημερινές ευωδιές.

Η σπείρα σβουρίζει απ',- η καμπύλη
ανάβρυσμα απ' τα βάθη.
Κάτι σαν άφθονο νερό,- ανθοσμία σε οίνο.
Μες στην άγρια νύχτα, τ' άγριο ξημέρωμα,
στενάζουν οι μύτες των μολυβιών.

Η κορυφή πολυπόθητη,- 
τα μέσα- πολύχρωμα σελoφάν.
Εκείνη η έρημος, έρημα χείλη
οι καμήλες αναρριχώνται
κι άμμος της ερήμου σε νέους λόφους.
Το καραβάνι οδοιπορεί, στις πλαγιές του φυσικού θεού.

kostis nil - Το καραβάνι της ερήμου - Ιανουάριος 2020

16 Ιανουαρίου 2020

Σαμουά, κομμένο δάσος


Ένα δάσος γεννήθηκε πάνω απ’,- καμμένη η γη
έτσι είδαν τα μάτια μου, μια χαραυγή.
Έψαχνα να σε βρω μέσα στ' αποκαϊδια-
έτσι είδαν τα μάτια μου,- καθώς έψαχνα.

Δεν σ' είδα όμως πουθενά,- κι ας έψαχνα:
ούτε στο δάσος που φύτρωσε μες στην οργή.
Έτσι είδαν τα μάτια μου μες στη νυχτιά:
Έτσι καθώς ξημέρωνε, μια ορφανή βροχή!

Ένα λουλούδι, λουλούδια που φύτρωσαν
του υπέροχου δάσους, όλων,- μάτια φλογερά.
Όλα τα νυχτοπούλια καθώς, τρισεύγενα:
όλα τ' άστρα, την νύχτα, εκείνα φλόγιζαν. 

Λαχτάρισα ένα νέο βολβό σε μια γη.
Μέσα στο χώμα από κάπου,- εκείνη η βροχή
έτσι είδαν τα μάτια μου, αυτά μου έμαθαν:
Βροχή της βροχής, της μέρας,- κι ολόκληρης νύχτας.

Ένα πρωί, απ’ γεννήθηκα περπάτησα στο δάσος
Απ’ γεννήθηκα δεν σταματώ, να ψάχνω:
ένα δάσος κοιτώ,- κάθε στιγμή, μια κορφή
ανοίγει, κάπου ανυψώνει και κάπου τυφλώνει.

Μα είμαι μακριά, και τόσο κοντά,- ουρανέ
στους δρόμους πολιτεία, μιας:- μάτια κλειστά
μια μουσική, ζυμωμένη βαθιά στο βυθό.
Μέσα στο δάσος, φτερά, αδιόρατων πουλιών!

Σαμουά, κομμένο δάσος- ψέμματα σε σελίδες
Χαραυγή στο βάθος της πόλης, αδιάβατη 
μαύρη, σαν μαύρη γάτα ξενυχιάζει
Στα σκαλοπάτια, παγωμένη, γλυκιά μου κοιμάσαι.

Όνειρο εδώ κι εκεί, μαύρο σεντόνι
Δεν χωρά στο ξημέρωμα, μια στάλα, ηλιόφως.
Μόνο η κραυγή,- και βουητό της ασφάλτου
που, απέναντι παγερό άγαλμα,
που, και 'κείνο κλειστά τα μάτια, έτσι ξαφνικά.

Δεν θα σε 'βρω, όσο,- ψάχνω κι ας ψάχνω.
Δεν ξέρω για, οι φίλοι, και μια αγάπη κρυφή.
Τώρα που τυφλώθηκα, σε μια άκρη:- ζητιάνος
Αδιόρατο δέντρο, στην παγωμένη του δάσους πνοή!

Kostis ni – Σαμουά, το δάσος – Ιανουάριος 2020





13 Ιανουαρίου 2020

Τ’ αλόγου μου


*στον Γιάννη, στη ζωγραφιά του!
 
Τ’ άλογο μες στη βροχή, ανασκουμπώνει:
βρεγμένο απ’ των αστεριών, την φλυαρία.
Τα πόδια του καθώς λυγίζουν, πέταλα- 
βουτάνε στα θλιβερά νερά.
Ζωγραφιστό ένα άλογο - τραβάει βαριά κορμούς
Μες στου σαλονιού τη σκέψη, δεν κατοικεί.
Ήρθε απ’ μακριά, με καταρράκτες και πουλιά.
Την σκέψη του,- βαθιά απ' το μακρύ ταξίδι. 
Μα ήρθε πάνω σε ξύλινη σχεδία, φάτνωμα.
Είχε που διάβηκε, που τράβηξε κορμούς,
μ' αυτά τα μάτια, απρόσβλητα, μάτια τα χαμηλά.

Άλογο λευκό χαριτωμένο, αλόγου μου.
Σαν κουρασμένο, ασταμάτητο, άλογο μοναχικό.
Ίσα, ένα χάδι απαλό, ν' αγγίξεις: βαθιά την πίστη.
Αλαφρωμένο, έρχεσαι, με προσπερνάς - πέρα και δώθε,
μέσα απ’ του σαλονιού μου, κουνώντας την ουρά.
Εκεί αγέρωχο, τ' άτι, δικό μου,- παιδικό:
Σε κάμπους, στα κύματα τα κοφτερά- τ' ονείρου. 
Και καλπασμός, μες από στάχυα, απ' ήλιου φως,-
παιγνίδι: πάλι σε κάμπους, πολιτείας μιας.
Πέταλα σέρνει η μουσική, παράθυρα π' ανοίγουν,
βάζουν βασιλικό στ' αυτί, γιορτές, χαρές τ' αλόγου τους. 
Κλάμα το γοερό! Χλιμίντρισμα, που στέκει στην άκρη της πλατείας!

Kostis nil – Τ’ αλόγου μου – Ιανουάριος 2020



12 Ιανουαρίου 2020

Πέτρα από χαλάζι


Ένας έρωτας άπλωσε τα φτερά του
πλάι ένας ύμνος κεντάει:
Είσαι δικιά μου, έως στο θάνατο -
Στο δειλινό που, απ’ τις αδιόρατες κραυγές.

Στέκονται κύματα, στέκομαι ακίνητος
οικεία βήματα, ηχούν στο ξημέρωμα,
την ανατέλλουσα αυγή.
Περιπλεγμένη, αύρα των μαλλιών -
ήλιος και αναλάμποντα μαλλιά.

Σε μια αγκαλιά, σαν ουρανός ασημώνει
άρχισε μετέπειτα μια βροχή.
Ε, εσύ! εσύ των αστεριών, όταν βραδιάζει
όταν βραδιάσει,- άγιος άνεμος, άγια βροχή.
Πέτρα από χαλάζι σπάει το τζάμι!

Τότε είναι που τρέχω, κάτω απ’ βροχή-
στους καταρράχτες, ολόγυμνος.
Ε εσύ! εσύ, ξεσπλαχνίζεις την καρδιά μου.
Πιο με γδύνει, ποιος καθρέπτης απογυμνώνει
μια σάρκα πορτοκαλιού!

Και μπλε κύματα, αόρατα της φωτιάς
αλωνίζουν, απ’ μέσα τ’ άγριο θηρίο -
σαν ονειρεύομαι!
Πέσε βροχή, πέσε χαλάζι, έλα άγιε άνεμε.
Πετράδι, διάφανο το κορμί σου, ζυγιάζει.

Τώρα ποια ξέρω, μυστική κρύπτη 
το μυστικό που, θλιβερό σέρνεται σε δρόμο:
Χείλη βαμμένα, κάθε φορά με πληγώνουν!
Μείνε εδώ όνειρο, μη φεύγεις, άσκοπα μη λυγιάζεις.

Kostis nil – Πέτρα από χαλάζι – Ιανουάριος 2020


10 Ιανουαρίου 2020

Μαύρη τρικυμία


Υπέροχο σαρκίο, εις ανάμνηση!
μαύρη πλερέζα στο υποκείμενο σύμπαν
μαύρη τρικυμία!

Η γέφυρα βουλιάζει στο χρυσό
ολόκληρες σελίδες πάνω απ’ τη γέφυρα,
και μια χρυσαλλίδα. 
Σε μικρά χάρτινα βαρκάκια, άρον, άρον οι ναυαγοί 
τα παγωμένα άστικτα νερά υποδέχονται -
οι πόρτες ορθάνοιχτες. 
Κάποια στιγμή το πέλαγος, γύρω το πέλαγος 
Ο κύριος Κ. στο άκαιρο, μ' ένα πλατύ καπέλο να επιπλέει-
εν μέσω τρικυμίας. 

Και μια γαλήνη - βρήκα την ευκαιρία, πριν γεννηθώ 
σε μια γαλήνη 
απ’ την ευχή της μάνας, κρυφά ένα πρωί.
Φράσεις τρεις, τρεις φράσεις για μια γέννηση.
Η γαλήνια ενατένιση διακόπτεται, 
ο θαλάσσιος ελέφαντας ύποπτα, ας πούμε
ένας θαλάσσιος ελέφαντας:
Καταβροχθίζει τα χάρτινα βαρκάκια

πιάνει το μέρος της στεριάς,
βρίσκει μπροστά του βουνά, καταβροχθίζει.
Κι όταν, το εύμορφο τέρας, -- 
ως συνήθως μετά απ’ την καταστροφή:
Κρίκοι κατακερματισμένοι, ύμνοι με τα σπασμένα, - τα φτερά τους!

Kostis nil – Μαύρη τρικυμία – Ιανουάριος 2020