Αν και το σώμα, το ίδιο, τα μάτια του εκτοξεύει
το δέρμα της φύσης, δέρμα του σώματος,
ταυτόσημο όριο, ξαναγυρίζει: αρχίζοντας, από μια βάναυση αρχή
ταυτόσημο όριο, ξαναγυρίζει: αρχίζοντας, από μια βάναυση αρχή
κι έπειτα τέλος, κατακάθεται η σκόνη κι η ασημένια σκιά του.
Το νερό λέγεται: και το νερό που πίνουμε
μια μέρα έτρεχε μπροστά μου ατελεύτητα,
περίμενα - του κάκου - να σταματήσει
το γέλιο λέγεται - το γέλιο - τι παράξενος που είμαι
ήλιος λέγεται - ο ήλιος - κυλούσε σαν καρπούζι μέσα στο
νερό.
Κατέχω πως, τα βήματα, αλλά με ποια χάρη το νερό
με ποια λόγια η φαντασία, που στιγμές για,- σωπαίνει,
η φαντασία ή τα φαντάσματα, της πρωτόγονης λαλιάς μου
η φαντασία ή τα φαντάσματα, της πρωτόγονης λαλιάς μου
τραγουδάμε γύρω απ’ το λαρύγγι της φωτιά, το τραγούδι του νεκρού.
Ο στίχος είναι στίχος, κι ένα ποίημα κυλιέται,
το πρόσωπό μου, είναι τώρα: κύριο πρόσωπο της γης
τα πουλιά σ’ αυτό το στίχο: δεν βρήκαν κλαδί για να καθήσουν
το δέρμα μας, είναι δέρμα της φύσης,
το πουλί δεν βρήκε, ούτε σκοπό, να τραγουδήσει.
Σκέφτηκα, πως είμαι κάποιος: που πρέπει να προσποιούμαι
τις απέραντες μοναξιές, σαν ήλιος αναπόδραστος
ίσως το νερό, από αιώνες πια,- με την χρυσοκέντητη ελεγεία
δεν θα ’μαι, φαίνεται ποτέ: νερό και τραγούδι, πουλί για
να τραγουδήσω.
Kostis nil – Το πρόσωπό μου – Μάιος 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου