26 Απριλίου 2020

Ξερά ροδοπέταλα, ανεμώνες, μιμόζες


Μια φυλακή: Ω! χρυσό κλουβί
Έτσι το ξημέρωμα της άνοιξης,- εμβόλιμο,
οι μέρες σχολάνε --
Πλούσιες, πλούσιες και φτωχικές,
φτωχές πεθαίνουν --
Πλούσιες και φτωχές, πάμφτωχες!

Άνθη, ή με τ’ άνθη τους,- τα πλούσια
Κομψά στις ανάποδες πλαγιές
Άφοβα στους γκρεμούς --
Λίκνισμα,- ξερά ροδοπέταλα, ανεμώνες,
μιμόζες --
Απαράβλεπτα, ζωντανά ή πεθαμένα,
μες στα χέρια μου, δένονται καρποί.

Γνωστή κι απαρηγόρητη η πηγή
Τόσες λέξεις που σκίζονται σαν κορμοί
κι άνεμος ανασηκώνει.
Μια κλωστή δεμένη στα μύρτα, 
στην άλλη άκρη το δαχτυλίδι σου --
Μελανόμορφοι αμφορείς, με τον ιδρώτα τους,
σ' ανεμώνες σταλάζουν, μιμόζες,
κι άνθη κερασιάς, στεφανώνουν τ' αθώο χαμόγελό σου --
Καμπανούλες, κρόκοι, κυκλάμινα: αισίως με χιλιοχαιρετούν.

Kostis nil - Ξερά ροδοπέταλα, ανεμώνες, μιμόζες - Απρίλιος 2020



25 Απριλίου 2020

Χάριν αστείου


* στον Ποιητή, Κωστή Σκηνιώτη --
μ’ αφορμή το ποίημά του,- Αναδύομαι.

Τις πρώτες ζητούμενες αχτίνες, φοβάμαι
Ένας κρότος μάδησε τα φτερά τους --
Αραίωσαν τα φτερά που κείτοντας στον κάμπο.
Μόνο οι μύτες σαν φτερά περιπλανιούνται --
Χρυσές μύτες τραγουδάνε, τον πονεμένο έρωτά τους.

Ακολουθεί μια πεταλούδα, βαλσαμωμένη
Σε κείνο το λουλουδένιο κάμπο.
Πάνω - κάτω, πάνω και κάτω: μόνο φτερά!
Όλη μέρα - μέχρι το τέλος - σαν έδυε η μέρα
Στο τέλος της μέρας, ντύνεται, το λαμπερό σάβανό της.

Η ανάσα, όπως η ανάσα μου, ξέρει να ταλαντεύει
Πάνω απ’ τα πολύχρωμα, των φτερών της.
Η πάντα φοβούμενη, το τέλος της μέρας
Απελθούσα το φως,- το ποτήριο τούτο!
Βαθύτερο: απ’ ένστικτο ενός καρδιακού θανάτου
Ή γυρνώντας με νοσταλγία,- αδιάφορο
Έτσι στιφογυρνώντας, φαγώθηκαν τα φτερά της.

Μια πάνω: στον Πατέρα περιηγήθηκα
Η κίνηση, η ιδέα, η φύση μου,
Που πάντα εμφανίζεται με θεϊκή μορφή.
Η πεταλούδα συνέχισε κάνοντας μια στροφή --
Μια πού - ο Μάνθος - μπρος στον στυγερό δικαστή.
Στο στυγερό έγκλημα,- δίχως αμφιβολία.
Τίναξε το σύμπαν, π’ αφόρητα συνωμοτούσε.
Θύμισέ μου, πως, στριφογύρναγα γύρω απ’ την Μάνα
Εγώ έτσι, λιγοστά θα την θυμάμαι --
Σαν αδερφός του σύμπαντος --
Ή σαν σύντροφος, ενός άτυχου σύμπαντος.

Εντέλει τα φτερά της πεταλούδας,- ομοιάζουν
Πολύχρωμα φτερά,- άγγιχτα φτερά μου!
Αυτά είναι τα περιβόητα φτερά,
Ή ποιήματα σχολαστικά που δεν επιστρέφουν,
Σκληρά γεννήθηκαν, ή σαν ερρημμένα.
Χάριν αστείου, με τ’ ασημένια μανικετόκουμπά τους.

Δεμένη μια μοίρα: στο πιο μικρό μου δαχτυλάκι
Η σιωπή, όπως η σιωπή: αφόρητα βασιλεύει,
  «…μόνοι με μόχθο, απ’ του κόσμου τα βάθη!»
Ο στίχος θλιμμένος: θυμάται.
  «…μόνος με μόχθο, απ’ τα δικά σου βάθη!»
Ω! ναι, πάντα εκεί: αναδύομαι
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη.

 Kostis nil – Χάριν αστείου – Απρίλιος 2020

22 Απριλίου 2020

Σώμα τρούφας


Τρούφα απ' φεγγάρι, αργά κινείσαι
κάτω απ’ δέντρο ξερό,- αργά
Η σκιά με μαχαίρι τρέφει το λαιμό μου
αργά λυγά, αδειάζει το αίμα.
Αίμα μου, σαν τρούφα μαγική
σαν φως σκεπασμένο με δαφνόφυλλα,  
διασκεδάζεις χάριν,- των αναμνήσεων.

Σαν παραμύθι πού, με νερό κυλά
λύνονται στην ώρα τους, λυγμοί.
Σε ’κείνο το φεγγάρι, γύρω κι οι κάβοι,
έτσι στ’ άγνωστο: μάτια ντυμένα στο χιόνι
Τ’ άγνωστο του χρυσοφόρου σώματος, 
γόνιμο σώμα καρποφόρο, που απεκρύβη --
Κοιμάσαι στα πόδια μου, όπως κοιμόσουν παιδί.

Kostis nil – Σώμα τρούφας – Απρίλιος 2020



15 Απριλίου 2020

Πρώτη ύλη


Ένα σημάδι, βαθύ, απ' το σώμα,
πρώτη ύλη που μαζί ταξιδεύει,
και πνοή κι ανάσα,
τα κλειστά ή τ' ανοιχτά μου μάτια 
πορεύονται εν το μεταξύ.

Ξεριζώνεται στο δρόμο η ανάμνηση
το ύφος, που απλώνει σαν ρούχο στο φράχτη,
στο πηγεμό του αγέρα --
στην επιστροφή που, σε ντύνει για να μην κρυώνεις,

Στους κήπους,- της υπέροχη Εδέμ,
πόσες φορές το υποκείμενο δάκρυ,
στάθηκα με προσοχή στις επιθυμίες μου.
Στα φαρμάκια, κι ακόμα δίχως
μια φορά - του κερατά - δε θα τελειώσουν
δε θα τελειώσουν οι προσευχές,
Αμφιταλαντεύονται --
Κι ας είναι παράδεισος ή κόλαση
ή, η άκρη των χειλέων
έτσι φαρδιά πλατιά σαν μια υπογραφή,
ή, όπως, ξαπλώνω τα φτερά μου, στην άμμο.

Έτσι σκοπεύω να πεθάνω,- θα το απολαύσω
και δε θα 'μαστε μόνοι,
δεν θα 'μαστε σαν τον Αδάμ και την Εύα --
Ευήκοα ώτα.
Μόνος θα 'μαι, με το βαθύ σημάδι
στη χρυσή άμμο, κι απ' τους κόκκους της θάλασσας πνιγμένος. 

kostis nil - Πρώτη ύλη - Απρίλιος 2020

Ο ιστός


Πάνω στον ιστό έγραψα,
δυο αράδες φούσκες.
Μετρ, ω Μετρ, σε θαυμάζω!
Θαύμαζα πάντα τους ήχους και τις βιόλες
την άχνη που στολίζεις τα κόλλυβα,
τα υφαντά που έγιναν σάβανα για χάρη,
ω Μετρ, ω Μετρ,
τώρα το διαισθάνομαι,
των λουλουδιών το αθώο άρωμα,
τα κρύα χέρια του νεκρού,- πως αγκαλιάζουν,
γιατί όλα πριν σαν ζωή,
όλα πριν την ταφή,
πριν μαραθούν οι βιόλες.
Πριν,- ήχοι χτυπούσαν σαν καμπάνες,
τώρα πέρασαν στις αναμνήσεις
του γέρικου, πολύ γέρικου αλόγου
της αναπάντεχης άλογης γης,
των αναπάντεχων γέρικων δέντρων, φυτών.
Κι εκεί, κι εδώ θα γελάσουμε
έτσι γελάμε αιώνες ασυναίσθητα,
μοιάζουμε με μυρμήγκια που κουτρουβαλάνε,
ξετρέχουν πριν την μαύρη καταιγίδα,
μήπως και γλυτώσουν, κάτι τις
ας πούμε:
Τρόπαια, και κανέν' τόσο δα ψιχουλάκι. 

kostis nil - ΙΙ.- Ο ιστός - Απρίλιος 2020 

14 Απριλίου 2020

Πολύχρωμη κλωστή


Επινόησα άφοβα,
βλέποντας άνθη αμετάκλητα,
Άκουσα: λεπτά κουνιούνται, λικνίζονται
μύρισα: ευωδιαστά.

Αυτό το δροσερό πρωινό: λευκό μετάξι
μέρες της άνοιξης,- καμβάς
Με χάρη το δαχτυλίδι σου,
τα πουλιά, τα πουλιά:
Είναι ασημένιο, χρυσό φτέρωμα
μια πολύχρωμη κλωστή.

Είναι πουλιά, λυπημένα
Μόλις είδα κι ένα σβούρο,
ένα βατράχι
Είναι ψάρια, θηλαστικά --
όστρακο αστερία, πετράδι.

Είναι ενίοτε, θάνατος,
όλες τις άνοιξες προσέρχονται,
του νερού.
μια στο πουθενά,
Παρά ποτέ, το πρώτο τριαντάφυλλο σου
Παρά ποτέ, σαν κόπηκε,--


Kostis nil – Πολύχρωμη κλωστή – Απρίλιος 2020


13 Απριλίου 2020

Περιήγηση


Είναι η χρυσαφένια φωνή
Σε κάθε περίσταση απ’ τις λεύγες που χάθηκαν
προσμετρώντας το χρόνο.
Γλώσσες πικρές, ως ένας κισσός π’ αναρριχάται
Αλλά ο φόβος των πάγων,
κρυσταλλώνει τις αμετάκλητες σκέψεις μου.

Αναρωτήθηκα, απαίσια φωνή:
απ’ τα έγκατα,
ως όφειλα σκαρφάλωσα στα πεζοδρόμια,
που κι αυτά προσμετράνε,
Ωχρά πρόσωπα κάτω απ’ λειψά φώτα,
που ως συνήθως ομοιάζουν.

Πάνω στα μαγλινά λευκά των μαρμάρων,-
Χάρτινες προκηρύξεις,
Ύμνοι χάρτινοι, επίγραφες φράσεις, ασχολίαστες.
Όλα αυτά, φιλύποπτα και μόνο,
έγνοιες, όψεις καταραμένες,
με την ευώνυμη καρδιά ή την σπαρταρούσα χολή --
Στο γκρίζο του προσώπου,- πλέον ανώφελα αγκιστρώνουν.

Αναρωτήθηκα, τι απαίσια που είσαι φωνή μου:
ύποπτα να συνομιλείς
Για χρόνους, ώρες, αιώνες:
Στους ανοιχτούς τάφους φιλοξενείς τους αγγέλους σου,
Τις ρύμες των χειμάρρων --
Κι ανακόπτεις, κάθε επίφαση των καλλιγράφων ύμνων.

Κουρκούτι απ' την νοσταλγία: στεφανωμένος με σπαθιά 
υποθάλπονται πλείστα υλικά
Σίδερο, μέταλλα και πλαστικά, συν, όλα τα παράγωγα.
Κάτω απ’ φως του λαμπατέρ, το χλωμό.
Η πεταλούδα με τα μεγάλα φτερά --
Το πορφυρό, το απαίσιο και το αβυσσαλέο,
απλώνει γύρω μου, την μαύρη θηλιά.

Kostis nil – Περιήγηση – Απρίλιος 2020



9 Απριλίου 2020

Η φυσαρμόνικα


Ένας άνθρωπος, είχε μια φυσαρμόνικα
Μέρα και νύχτα,- όλα τ’ απογεύματα,
Τα χείλη, συρίζουν, παίζουν και κλείνουν
Είπα είναι τ’ ανέμου, η φυσαρμόνικα.

Λιμπίστηκαν οι μάγκες το μεγαλείο,- γιορτή
Μέρες και χρόνους ενδιάμεσους,
Τα βράδια θυμούνται, παίζουν θλιμμένο σκοπό,
Τα βράδια τραγουδάνε, σιγόντο στ’ άστρα.

Τι πίνουν ακριβώς, τι ακούνε οι μάγκες!
Τι παίζει η φυσαρμόνικα, και δεν έχει αυτιά,
Η φυσαρμόνικα παίζει, γλυκά νανουρίζει,
Την αγάπη, - ξεχασμένη - του γέροντα φονιά.

Η φυσαρμόνικα κάθε πρωί, ελαφριά
Ξυπνάει σαν όλα τα πουλιά, στα κλαδιά
Παίζει ανάλαφρη, πάλαφρη
Ένα μωράκι συνοδεύει με κλάμα,- γλυκό.

Εστί ζωηρά, κι ανασηκώνει τον ήλιο,
Εστί ελαφρά αποφασίζει, πάνω στο κύμα
Μιας θάλασσας συντροφεύει, και ναύτες
Αλμπατρός πουλιά που στέκονται λειψά.

Παίζει τ’ αέρι την φυσαρμόνικα του,
Έφυγε μακριά, κι ας, πίσω, ματιές καρφώνει
Πλάνεψε και μένα, στο κάτω γύρισμα
Πλάνεψε την αγάπη, χαράς, παραφερόταν.

Έστειλε και στ’ αστέρια, τα ελλείποντα
Καπνό, απ’ καμινάδες πριν πάρουν φωτιά,
Τ’ αγέρι με την φυσαρμόνικα,
Τ’ αγέρι, κι όλο πιο αργά σιγοτραγουδά.

Φυσαρμόνικα μες στα στήθη, μέθη
Τα χείλη ακούμπησαν, ξύπνησαν στ’ όνειρο
Είμαι εδώ κι σ’ ακούω,
Δίχως τα χείλη, κι ας κλείνουν,- ερμητικά πικρά.

Είμαι εδώ, οικόσιτο σύμπαν,- βρωμερό
Ερμηνεύω τραγούδι, και ήχους
Ο μάγκας έκλεψε φυσαρμόνικα --
Επίγειου σώματος - καθ' υπερβολή - πρωινή αύρα.


Kostis nil – Η φυσαρμόνικα – Απρίλιος 2020



8 Απριλίου 2020

Κύκνειο άσμα


Για πάντα,- θα λατρεύω τα βήματα,
τα μυστήρια μάτια, πού, αναμένουν:
Ολόγυρα όλα, χορεύουν τον ερχομό σου,
μ’ αποχερίδια λογής,- ζαχαρωτά.

Τους υπέροχους αυτούς ήχους,- την μουσική
Γυμνά, το κορμί μου συνομιλεί,
Ο νόμος σκοτεινός και περίπλοκος,- ο νόμος!
Πρέπει να κλείσω τα μάτια,
ν’ απολαύσω τον αμύθητο θησαυρό,--
Το κορμί μέσα απ’ την θλιμμένη του λάμψη,--
Πρώτο τραγούδι παραδείσιο,
μιας αγάπης, απ’ παράξενα μέρη:

Μια είναι η καρδιά μου, μαύρο διαμάντι.
Ο πόνος, τα δάκρυα,
όταν έχασα, τον κόσμο απ’ μπροστά μου,
Τρόπος που εξαντλήθηκα,--
Έτρεχα πίσω απ’ τα μυστικά μου φτερά,
Όμοια η επαγωγή στο χυμωμένο κορμί της,--
Όμοια η αρμονία τις νύχτες,
και πλάι θύελλα,- θύελλες βάναυσα ξεσκίζουν.

Πίσω μου, οι δρόμοι που γεννήθηκα,
πάλι, με δάκρυα χαράς προσήλθα:
Φτωχός, πορφυρός!
Το παιδί του χρόνου γέρασε,- με τα όνειρα του
Η πεταλούδα γυμνή,- μεταμορφώθηκε,
Αφήνοντας φτερά, απ’ το σιδερένιο της κορμί
Θέαμα αποτρόπαιο, σαν έψαχνα μια άλλη μέρα.

Με ανοιχτά ή κλειστά μάτια,- ακόμα προσμένω,
Κι ας ακούω, το επίσημο χάρβαλο, 
την μπάντα του δήμου --
Η επιθανάτια μελωδική κραυγή: προσκαλεί τον μαύρο κύκνο.

Kostis nil – Κύκνειο άσμα – Απρίλιος 2020




6 Απριλίου 2020

Βεντάλια ο άνεμος


Σέρνει ο καιρός το χορό --
ένα δίχτυ απ’ πουλιά πού,- ο άνεμος 
Μια τα σέρνει μια τα πάει:
Ένα ψύχος άσπρισε τα ράμφη τους.

Το τοπίο και το σπίτι τους πάλλευκο,
το πιάτο, το πιρούνι λευκό.
Στέκουν μπροστά, πεζά, ως σύμβολα --
Μια τράπεζα τ' ουρανού, ν' ονειρεύονται.

Όνομά μου, είναι δροσερό πρωινό:
το βράδυ η πόρτα κλείνει ερμητικά.
Τα χείλη, δίχως άλλο ασπρίζουν,
Ένας μύθος, ένα κλαδί, δεμένο στην ανέμη.

Το θαύμα είναι περίπλοκο,
με το φως μυρωδικών,- όλα να τα διαλύει.
Ορφάνια διπλή, πολυδάπανη
σιγή, γυμνή, κομψή στην κρυψώνα της.

Κι ήλιος φανερώνει το χρυσάφι,- ήλιος
η κοιλάδα σ’ άλλα μέρη παράδεισος,
Με διπλή χαρά,- περί γυρνά
ούρλιαγμα, όλη η αρμονία της ευφωνίας.

Σ’ αυτό το δέντρο, ήρθε ένα κοτσύφι
Απρίλης πάντα μεσουρανεί,
τα προικιά κόβουν βόλτες: τραγουδώντας,
Κι όνειρα σιωπηρά, σαν κοιμούνται το βράδυ.

Μια ιστορία,- καθρέπτες σπάζει,
νερά, που οι χείμαρροι βάρβαρα κυλούν.
Ο μύθος είναι αρκετά περίπλοκος,
καθώς η γέννα, της γέννησή σου, επίκειται.

Βεντάλια ο άνεμος, κινά, περιχαϊδεύει,
τους κήπους, και όλα τα ζωύφια.
Επιφωνήματα και βουητά,
Πουλιά της άνοιξης καρτερούν, τη ρώγα του καλοκαιριού.

Kostis nil – Βεντάλια ο άνεμος – Απρίλιος 2020