* στον Ποιητή,
Κωστή Σκηνιώτη --
μ’ αφορμή το
ποίημά του,- Αναδύομαι.
Τις πρώτες ζητούμενες αχτίνες, φοβάμαι
Ένας κρότος μάδησε τα φτερά τους --
Αραίωσαν τα φτερά που κείτοντας στον κάμπο.
Μόνο οι μύτες σαν φτερά περιπλανιούνται --
Χρυσές μύτες τραγουδάνε, τον πονεμένο έρωτά τους.
Ακολουθεί μια πεταλούδα, βαλσαμωμένη
Σε κείνο το λουλουδένιο κάμπο.
Πάνω - κάτω, πάνω και κάτω: μόνο φτερά!
Όλη μέρα - μέχρι το τέλος - σαν έδυε η μέρα
Στο τέλος της μέρας, ντύνεται, το λαμπερό σάβανό της.
Η ανάσα, όπως η ανάσα μου, ξέρει να ταλαντεύει
Πάνω απ’ τα πολύχρωμα, των φτερών της.
Η πάντα φοβούμενη, το τέλος της μέρας
Απελθούσα το φως,- το ποτήριο τούτο!
Βαθύτερο: απ’ ένστικτο ενός καρδιακού θανάτου
Ή γυρνώντας με νοσταλγία,- αδιάφορο
Έτσι στιφογυρνώντας, φαγώθηκαν τα φτερά της.
Μια πάνω: στον Πατέρα περιηγήθηκα
Η κίνηση, η ιδέα, η φύση μου,
Που πάντα εμφανίζεται με θεϊκή μορφή.
Η πεταλούδα συνέχισε κάνοντας μια στροφή --
Μια πού - ο Μάνθος - μπρος στον στυγερό δικαστή.
Στο στυγερό έγκλημα,- δίχως αμφιβολία.
Τίναξε το σύμπαν, π’ αφόρητα συνωμοτούσε.
Θύμισέ μου, πως, στριφογύρναγα γύρω απ’ την Μάνα
Εγώ έτσι, λιγοστά θα την θυμάμαι --
Σαν αδερφός του σύμπαντος --
Ή σαν σύντροφος, ενός άτυχου σύμπαντος.
Εντέλει τα φτερά της πεταλούδας,- ομοιάζουν
Πολύχρωμα φτερά,- άγγιχτα φτερά μου!
Αυτά είναι τα περιβόητα φτερά,
Ή ποιήματα σχολαστικά που δεν επιστρέφουν,
Σκληρά γεννήθηκαν, ή σαν ερρημμένα.
Χάριν αστείου, με τ’ ασημένια μανικετόκουμπά τους.
Δεμένη μια μοίρα: στο πιο μικρό μου δαχτυλάκι
Η σιωπή, όπως η σιωπή: αφόρητα βασιλεύει,
«…μόνοι με
μόχθο, απ’ του κόσμου τα βάθη!»
Ο στίχος θλιμμένος: θυμάται.
«…μόνος με
μόχθο, απ’ τα δικά σου βάθη!»
Ω! ναι, πάντα εκεί: αναδύομαι
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου